Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

TABLE OF THE ELEMENTS

Μία εταιρία από την Atlanta της Georgia (αν και τώρα πρέπει να εδρεύει κάπου στο Texas), που δραστηριοποιείται με πάθος την τελευταία 17ετία στο χώρο της σύγχρονης avant (κοιτάζοντας, εντατικά, και προς το παρελθόν), ακούει στην… παράξενη ονομασία «Περιοδικός Πίνακας των Στοιχείων». Η Table of the Elements φτιάχνει ένα ρόστερ, με βασικό χαρακτηριστικό την έκπληξη, ακόμη κι όταν αναφέρεται κανείς στον John Cale, τον Captain Beefheart, τον John Fahey, την Zeena Parkins ή τους Faust... Το “A Field Guide to Table of the Elements, Southeastern Edition” είναι ένα διπλό CD που κυκλοφόρησε το 2006 με... ατομικό αριθμό 90 (το ραδιενεργό στοιχείο Θόριο στον πραγματικό «περιοδικό πίνακα»). Επρόκειτο για μία εορταστική έκδοση της Table of the Elements, που ερχόταν να αποσαφηνίσει το τοπίο του rock μινιμαλισμού, μέσα από εγγραφές των Jonathan Kane, Arnold Dreyblatt, Zeena Parkins, San Agustin, Tony Conrad, Rhys Chatham και Leif Inge. Με τα περισσότερα κομμάτια να είναι previously unreleased, το 2CD ξεφεύγει από μια απλή «περίπτωση γνωριμίας», για να μετατραπεί πάραυτα σ’ ένα «οραματικό» άλμπουμ, όσαν αφορά το παρόν και, κυρίως, το μέλον της ηλεκτρικής avant.
Η εταιρία ξεκινά τις δραστηριότητές της το 1993, με τον Jeff Hunt στο τιμόνι, κυκλοφορώντας CD και 7ιντσα βινύλια στην αρχή, από καλλιτέχνες που βρίσκονταν (και εξακολουθούν να βρίσκονται) στη σκηνή, συν κάποια ιστορικά έργα από το απώτατο παρελθόν, που έχαιραν μεγάλης εκτίμησης στο χώρο. Πρώτη κυκλοφορία, δηλαδή το... υδρογόνο της, ήταν το CD της αρπίστριας Zeena Parkins “Nightmare Alley”, την ίδια ώρα που βλέπουν το φως εγγραφές των Keith Rowe (ex-AMM), Jim O’Rourke, Henry Kaiser και ακόμη ένα από τα magnum opus του minimal-rock, το “Outside the Dream Syndicate” του Tony Conrad και των Faust, που είχε πρωτοβγεί στην βρετανική Caroline, πίσω στο 1972. Το 1994 ήταν μία το ίδιο παραγωγική χρονιά, με νέα και λιγότερο νέα ονόματα να πλουτίζουν τον κατάλογό της, όπως ο βρετανός κιθαρίστας Derek Bailey, ο ιάπωνας θορυβοποιός Keiji Haino και ακόμη οι Lee Ranaldo και Thurston Moore (των Sonic Youth) – όλοι καταγράφονται με 7ιντσα δισκάκια.
Αυτή η διετία (1994-95) υπήρξε καθοριστική για την πορεία της εταιρίας, αφού όχι μόνον οι Faust επανασυνδέθηκαν για να ηχογραφήσουν καινούριο άλμπουμ (το “Rien” το 1995), αλλά, ακόμη, και ο Tony Conrad θα μπει με φόρα ξανά στη σκηνή με το ιστορικό του υλικό (“Four Violins” του 1964, εκδόθηκε το ’95, το μόνο sixties έργο του Conrad έξω από το Συνδικάτο του Ονείρου), αλλά και με καινούριες συνθέσεις (“Slapping Pythagoras”, 1995).
Δύο χρόνια αργότερα, το 1997 – έχοντας φθάσει πλέον στο Αρσενικό, ατομικού αριθμού 33 – η Table of the Elements θα δώσει ένα απολύτως ιστορικό κουτί, το 4πλό “Early Minimalism Volume One” του Tony Conrad, στο οποίο ακούγονται τόσο το “Four Violins”, όσο και τα “Early Minimalism: April, 1965” (για σόλο βιολί και κουαρτέτο εγχόρδων), “Early Minimalism: May, 1965” (για δύο βιολιά και τσέλο) και “Early Minimalism: June 1965” (για τέσσερα, ηχογραφημένα με multitracking, βιολιά και τσέλο). O Conrad όντας μέλος του γκρουπ Τhe Theatre of Eternal Music and The Dream Syndicate, που συγκροτούσαν, πλην εκείνου, οι John Cale, Angus MacLise, La Monte Young και Marian Zazeela, τιμάται εδώ σε μία από τις ιστορικότερες μινιμαλιστικές καταγραφές. Και φυσικά, αν μιλάμε για το άλμπουμ τομή του πρώιμου μινιμαλισμού τότε αυτό δεν είναι άλλο από το “Inside the Dream Syndicate Volume I: Day of Niagara (1965)”, τη συνεργασία δηλαδή των Cale, Conrad, MacLise, Young και Zazeela, η οποία πρωτοκυκλοφόρησε το 2000 (Βολφράμιο, ατομικός αριθμός 74), για να θεωρηθεί, τότε, ως μία από τις σημαντικότερες ηχογραφικές «ανακάλυψεις».
Ο Hunt – ιδρυτής της Table of the Elements υπενθυμίζω – φαίνεται πως είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τoν Harry Smith (1923-1991), κυρίως τον τρόπο με τον οποίον εκείνος είχε σκύψει πάνω από τις προπολεμικές ηχογραφήσεις, στις ιστορικές συλλογές που είχε επιμεληθεί για την Folkways το 1952. Τον μαγνήτιζε επίσης, η μέθοδος «κιθαριστικής αναμόρφωσης» που εφάρμοσε στο ίδιο υλικό, στο blues και στο λευκό λαϊκό τραγούδι εν γένει, ο John Fahey (1939-2001), δημιουργώντας μία εντελώς ιδιοσυγκρασιακή φόρμα, που αν και primitive, γειτνίαζε περισσότερο με την avant. Κι επειδή τον Smith θα ήταν αδύνατον να τον έχει στο ρόστερ του, φρόντισε ο φίλος μας να έχει κοντά του τουλάχιστον τον Fahey – ως γνωστόν κάθε εταιρειάρχης, επιθυμεί να συνεργάζεται με καλλιτέχνες τους οποίους εκτιμούσε, πρωτίστως, ως ακροατής. Το διπλό CD “Sea Changes and Coelacanths” του 2006 (Άστατον, ατομικός αριθμός 85) περιλαμβάνει τις προηγούμενες δουλειές του John Fahey για το label (“Womblife” του 1997, “Georgia Stomps, Atlanta Struts and Other Contemporary Dance Favorites” του 1998, το μεταθανάτιο “Hard Time Empty Bottle Blues” του 2003), αποτελώντας την πιο must συλλογή, όσον αφορά στις late days του κιθαριστή από την Takoma Park. Τo πώς «έμπλεξαν» οι krautrockers Faust με την Table of the Elements, μάλλον θα πρέπει να αναζητηθεί στον... μεσάζοντα Tony Conrad. Όπως κι αν έχει το πράγμα το “Rien” του 1995 (Χρώμιο, ατομικός αριθμός 24), η πρώτη στούντιο εγγραφή τους μετά από σχεδόν 20 χρόνια υπήρξε ένα έργο εφάμιλλο των κορυφαίων τους στιγμών στα seventies και, σίγουρα, η τελευταία πραγματικά μεγάλη ηχογράφησή τους. Στο άλμπουμ το μόνο ουσιαστικό στοιχείο που αναφέρεται είναι το όνομα του Jim O’Rourke στο mix και την παραγωγή, ενώ φαίνεται πως συμμετείχε στο session και ο Keiji Haino. Ο Hunt φαίνεται όμως πως εκτιμούσε τις «ιδιαιτερότητες» από κάθε χώρο και όχι μόνον από τη μουσική. Πάντα με συνδετικό κρίκο τον Conrad εκδίδει το 1998 δύο CD του Jack Smith (1932-1989), ενός πρωτοπόρου κινηματογραφιστή του αμερικανικού underground. Στο πρώτο απ’ αυτά, το “Les Evening Gowns Damnees” (Παλλάδιο, ατομικός αριθμός 46) ακούγεται ο Smith να διαβάζει μικρές ιστορίες συνοδευόμενος από τους Conrad, Cale και MacLise, ενώ εμπεριέχεται και το soundtrack του Conrad για την πιο φημισμένη ταινία τού Smith το “Flaming Creatures” (1962). Στο παλιό περιοδικό Σινεμά, τεύχος 5-6 (10-12/ 1979) διαβάζω κάποιες απόψεις του Jack Smith σε σχέση με το «οπτικό» φιλμ και την ανάγκη αυτονόμησης της κινηματογραφικής γλώσσας: «Σ’ αυτή τη χώρα οι τυφλοί πηγαίνουν στον κινηματογράφο. Δεν υπάρχει κανένα σχεδόν φιλμ που σε έναν έμπειρο ή με αντιληπτικότητα τυφλό δεν θα άρεσε. Αυτό είναι αλήθεια.(...). Είναι πράγματι παράξενο ότι κανένας (σ.σ.τυφλός ή μη) δε χρησιμοποιεί στην ουσία τα μάτια του, όταν βλέπει μια ταινία. Καμιά φορά ο σκηνοθέτης θα βάλει τη δική του ‘πινελιά’, που δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί με λέξεις, όμως, γενικά, η λογοτεχνία του φιλμ, οι λέξεις του, οι κοινοτοπίες του, κάνουν κάτι που δεν θα έπρεπε να το κάνουν. Γίνονται κοινοτοπίες, επειδή ακριβώς η θέση τους δεν είναι εκεί. Είναι, απλά, στα μυθιστορήματα, στα ανέκδοτα, στους διαλόγους κ.λπ. Οι κινηματοφραφικές ταινίες δεν είναι διάλογοι – γιατί πρέπει να περιορίζονται έτσι;». Στις «ιδιαιτερότητες» ο Hunt τοποθετεί ακόμη τον εικαστικό-προβοκατέρ Mike Kelley – εξέδωσε το LP “Silver Ball” (2004) με τα ηχητικά γλυπτά του από μια έκθεση στη σουηδική πόλη Malmo, το 1997 – και ακόμη τον Captain Beefheart, τον οποίον τίμησε ιδιαιτέρως με τα τρία διπλά LP “Grow Fins”, στα οποία στριμώχτηκαν rarities (demos, live, radio sessions, work tapes και άλλα τινά) χρονολογημένα από το 1965 έως το ’82.
Επανερχόμενος στο “A Field Guide...” θα έλεγα πως είναι ο καθρέφτης της Table of the Elements. Τούτο ξεκινά με το 12λεπτο “Curl” από το άλμπουμ “February” (2005) του Jonathan Kane, ένα μονότονο, κατά τα ειοθώτα, σχεδόν blues, με «μακρυές» αλλαγές, που θα μπορούσε να θυμίζει John Lee Hooker, Slim Harpo, ή το ύφος της Fat Possum – ενδεικτικό, γενικώς, του τρόπου που αντιλαμβάνεται η αμερικανική εταιρία τον... roots μινιμαλισμό. Στο ανέκδοτο “Star trap” ο Arnold Dreyblatt, θιασώτης, εξ όσων εδώ ακούγονται, της πιο «ανθρώπινης» επαναληπτικότητας χτίζει μία ευχάριστη, σχεδόν χορευτική, σύνθεση, που θα μπορούσε να άγεται από τα κουαρτέτα δωματίου. Το επίσης ανέκδοτο “Below the wall” της Zeena Parkins και του David Kean είναι ένα abstract electronic θέμα, της παλιάς σχολής, προσαρμοσμένο για «πειραγμένη» άρπα και τζιριτζίρια (θυμίζει τη γαλλική σχολή του INA.GRM), ενώ το “Embers” των San Agustin από την Georgia (δύο κιθαρίστες κι ένας ντράμερ) είναι ένα «ξεχυλωμένο» kraut, που φέρνει στο νου ύστερους Ash Ra Tempel ή Ash Ra (τόνοι από αναδράσεις και αντηχήσεις σ’ ένα ελεύθερο πλαίσιο).
(Tony Conrad, από το http://www.ihousephilly.org)

Tony Conrad και Faust συμμετέχουν στη συλλογή με δύο θέματα. Το “Indicting lully” από το 1998 βρίσκει τους Tony Conrad βιολί και Alex Gelencser τσέλο να πειραματίζονται με «ορχήστρες» βόμβων, βγάζοντας ένα ηχόχρωμα πολύ κοντά σ’ εκείνο του hurdy-gurdy. Το “Encore”, από την άλλη, είναι το... encore του Tony Conrad με τους Faust στο Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου, την 18/2/1995. (Το άλμπουμ πρωτοεκδόθηκε το 2005 και είχε τίτλο “Outside the Dream Syndicate Alive”). Το πρώτο CD θα κλείσει με τις “100 guitars” του Rhys Chatham. Θ’ ακολουθούσαν οι 400(!)… Το δεύτερο CD είναι αφιερωμένο σε μια εξωφρενική ιδέα του Νορβηγού Leif Inge. Ο τύπος, γνωστός προβοκατέρ στην Σκανδιναυία και εσχάτως στις ΗΠΑ, έπραξε το εξής απίστευτο. Πήρε την 9η Συμφωνία του Beethoven – ποία ακριβώς εκτέλεσή της δεν είμαι σε θέση να σας πω, ούτε έχει και κάποια ιδιαίτερη σημασία – και την «τέντωσε» με τη βοήθεια κάποιου software, ώστε να διαρκεί 24 ώρες (1440 λεπτά)! Στο δίκτυο διατίθεται ολάκερη! Εδώ ακούμε περί τα 38 λεπτά της, ένα «τίποτα» δηλαδή, ικανό όμως να σε ταξιδέψει στο χάος – και μάλιστα μ’ έναν τρόπο ανυπέρβλητα επικό. Κουφό; Tουλάχιστον όσο κι ο Μπετόβεν...

6 σχόλια:

  1. πραγματικα μεγαλη ηχογραφηση το rien αλλα πραγματικα μεγαλη κ το nosferatu 2 χρονια μετα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν διαφωνώ. Θυμάμαι μάλιστα κι ένα κείμενο που είχα γράψει στο J&T (τεύχος 64, 6/1998) με τα εκ των υστέρων soundtracks του Nosferatu. Οι Γάλλοι Art Zoyd ήταν οι πρώτοι νομίζω, το 1990 (οι πρώτοι τουλάχιστον που δισκογράφησαν την άποψή τους). Ακόμη James Bernard και Faust... Tα CD του Σάκη Παπαδημητρίου είχαν έρθει λίγο καιρό αργότερα, γι' αυτό δεν αναφέρονται σ' εκείνο το κείμενο. Ας πω όμως πως οι απόπειρες του Παπαδημητρίου για μουσική "επί τόπου" στον Nosferatu ξεκινούν από τον Ιανουάριο του '90 - και είναι σίγουρα από τις πιο παλιές. Λογικά, πρέπει να υπάρχουν κι άλλα μετα-soundtracks...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ακουγα πριν απο λιγο ενα εκπληκτικο λαιβ της"forever bad blues band"tou la monte young.αξιζει ο la monte δικο του ποστ....!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Φυσικά αξίζει. Το "Live at the Kitchen" στη Gramavision άκουγες ή κανένα άλλο;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. αυτο ναι....επαθα πλακα.ειναι απιστευτο πως το τραβανε για 2 ωρες.υπαρχουν κ αλλα?αν ναι ενημερωσε με.ευχαριστω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Δεν ξέρω αν υπάρχουν άλλα. Ίσως όμως... Θέλει ψάξιμο... Κι εγώ αυτό έχω, πάντως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή