Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

blues και funky stuff

Δεν ξέρω αν έκλεισε το κεφάλαιο “The Howlers” ο Omar Kent Dykes, εκείνο που ξέρω είναι πως το προσωπικό του άλμπουμ “Big Town Playboy” [Ruf, 2009] δεν μοιάζει και τόσο (ok, blues παίζει πάντα ο άνθρωπος) με ό,τι παρέδιδε, μετά του γκρουπ, από τα χρόνια του ’80. Εννοώ πως έχουμε μία μετατόπιση από τα περισσότερο εξωστρεφή hard στοιχεία, σε περισσότερο deep «Mississippi-κά». Προς τα ’κει δηλαδή προσαρμόζεται και το ρεπερτόριο, που κρατάει από παντού (Eddie Taylor, Smokey Smothers, Jimmy Reed, John Lee Hooker, Ivory John Hunter…), μεταφέροντας στο σήμερα ακόμη κι έναν... Captain Beefheart αέρα. Είναι ο τρόπος ερμηνείας του Omar, εν ολίγοις, που θυμίζει ορισμένες φορές τον Κάπτεν, αλλά και το ωραίο, ζωντανό παίξιμο μεγάλων ονομάτων, που ανακαλεί στη μνήμη μου τον τρόπο με τον οποίο γίνονταν κάποτε οι (blues) δίσκοι. Το βασικό ατού, εδώ, λέγεται φυσαρμόνικα. Όταν μάλιστα διαθέτεις τρεις (James Cotton, Lazy Lester, Gary Clark Jr.), συν τις πενιές των Jimmy Vaughan και Derek O’Brien, συν τη φωνή της Lou Ann Barton, συν ό,τι άλλο, τότε το “The Big Town Playboy” δεν μπορεί να είναι κάτι λιγότερο από ένα πολύ καλό άλμπουμ. Top στιγμή η σωστά τεμπέλικη, όσο και αρκούντως Beefheart-ική εκδοχή του “King Bee” του Slim Harpo.
Ο Big Daddy Wilson γεννημένος πριν από καμιά 50αριά χρόνια στην North Carolina, έχει κάνει την Ευρώπη (και δη τη Γερμανία) σπίτι του, εδώ και πολύ καιρό. Από ’κει σπρώχνει τα CD του στην αγορά, συνεργαζόμενος με την Ruf Records και με καλλιτέχνες που έχουν περάσει από το roster της. Στο “Love is the Key” (2009) ας πούμε (το προτελευταίο άλμπουμ του) δίνει το παρόν ο κύριος Eric Bibb – ένας σημαντικός μουσικός, για τον οποίον έχω γράψει πολύ πράμα στο Jazz & Tζαζ, αν και τελευταίως τον έχω χάσει. Ο Big Daddy Wilson, ο οποίος είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά, όπως ο ίδιος σαφέστατα το… υποδηλώνει στο booklet τού CD του, ασκεί μία folk-blues τέχνη, ένα ακουστικό, ημι-ακουστικό στυλ, που κρατάει από το παρελθόν (τους… θεολογούντες bluesmen των thirties, τον Reverend Gary Davis κυρίως). Τα λόγια μπορεί να έχουν αυτό το διδαχτικό, κοινωνικό-θρησκευτικό περίβλημα (Κράτα την πίστη σου στο θεό, Η αγάπη είναι το κλειδί κ.λπ.), όμως οι μουσικές, που έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι εκείνες που αναδεικνύουν τα τραγούδια. Στην “Anna” αναφέρομαι και το “Ain’t no slave”.
Από κάτι συμφραζόμενα έχω την αίσθηση πως το άλμπουμ του Percy Sledge – ναι του Percy Sledge – “My Old Friend the Blues” [Music Avenue, 2009] δεν είναι του '09, αλλά του 2004. Άρα αναφερόμαστε σε μία επανακυκλοφορία, η οποία δεν είναι παντελώς άνευ στόχου, αφού το συγκεκριμένο CD είναι καλό, παρά τα καντάρια φωνής που έχει απωλέσει ο ηλικιωμένος ερμηνευτής. Ξεχάστε λοιπόν τους περίφημους τενορισμούς του και ακούστε (όσο και απολαύστε, ενίοτε) έναν Percy Sledge, που επειδή κατέχει την τέχνη του άσματος (όπως όλοι της γενιάς του) πουθενά δεν… υποσκάπτεται. Απεναντίας, θα έλεγα πως τραγούδια όπως το “24-7-365”, ή το “Love come rescue me” έδειχναν και τότε (το ’04) – φροντισμένα όσο πρέπει από τους Saul Davis και Barry Goldberg – τις (ήρεμες) δυνάμεις αυτού του σπουδαίου τραγουδιστή, που άπαντες τον έμαθαν από το ένα και μοναδικό του giga-hit.
Οι (The) Soul of John Black πρέπει να σχηματίστηκαν κάπου προς τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας από τους John Bigham (πριν στους Fishbone) και Christopher Thomas (συνεργάτης του Joshua Redman, της Betty Carter και άλλων). Η πρώτη τους κυκλοφορία ήταν το φερώνυμο άλμπουμ του 2002, εκεί όπου επιχείρησαν να παρουσιάσουν το δικό τους υβρίδιο, το αποτελούμενο από… δόσεις soul, funk, hip-hop και blues. Από το 2007, με τον Chris Thomas μέσα κι έξω από το γκρουπ, ο John Bigham, ή άλλως John Black (παίζει πάντα κιθάρα και τραγουδά) συνεχίζει να δραστηριοποιείται στο εν λόγω σκηνικό, κυκλοφορώντας ενδιαφέροντα άλμπουμ· αυτό που έχω στα χέρια μου λέγεται απλώς “Black John” [Eclecto Groove], είναι το προτελευταίο του δισκάκι (καθότι υπάρχει και το φετινό “Good Thang”) κι έσκασε μύτη πρόπερσι. Ρίχνοντας μια ματιά στο track list λοιπόν, διαπίστωσα, με μία σχετική έκπληξη, πως εκεί δεν υπήρχε ούτε μία διασκευή. Πράγμα παράξενο, και για το χώρο, και γενικότερα, από τη στιγμή κατά την οποίαν ο πας τις αναγκάζεται να προβεί και σε «δεύτερες» εκτελέσεις, για χίλιους δύο λόγους. Άρα, το ένα που οφείλουμε να επισημάνουμε στην περίπτωση του John Bigham είναι η θέλησή του να παρουσιαστεί αυτάρκης. Πέραν αυτού, το επόμενο που αξίζει να διαπιστωθεί είναι η ικανότητά του να συνθέτει ωραία σύγχρονα τραγούδια, που σφύζουν από το μαύρο πνεύμα, έτσι όπως αυτό διασπείρεται σε ποικίλα ηχοχρώματα, τα οποία εκπορεύονται, κατά τα γνωστά, από την ίδια μήτρα. Ο John Black επιχειρεί να κεφαλαιώσει την κληρονομιά της ράτσας, μέσω ενός CD που γίνεται, ή είναι, smooth και επιθετικό στον ίδιο βαθμό, προσφέροντας κομμάτια όπως το γκοσπελικό “I knew a lady” (με μελωδία βασισμένη στο κλασικό λευκό άσμα “You are my sunshine”, που καταχωρίζεται στον Jimmie Davis) ή το extra soul-funk “Push into the night”, με το bluesy break στην κιθάρα – ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του άλμπουμ. Ένα άλμπουμ, που δεν γνωρίζει μέτρια στιγμή. Μόνον από καλές και πάνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου