Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ 17 ποιήματα της τζαζ

Έχω αναφερθεί στον ποιητή και μεταφραστή Γιάννη Λειβαδά κι άλλες φορές στο δισκορυχείον, με διάφορες αφορμές, και χαίρομαι επειδή το ξανακάνω. Ο Λειβαδάς (γενν. το 1969) είναι μία σημαντική σύγχρονη ποιητική και μεταφραστική προσωπικότητα, και όσο πιο σύντομα αυτό αναγνωριστεί πλατύτερα τόσο πιο «εντάξει» θα είμαστε εν σχέσει με όλα εκείνα (και όλους εκείνους) που αξίζει βαθύτερα να μας απασχολούν. Ο ίδιος ο ποιητής δεν νοιάζεται και τόσο γι’ αυτό. Δεν νοιάζεται δηλαδή να προβληθεί, ως πρόσωπο, με ανούσια πάρε-δώσε στα εγχώρια… μέσα και στα έξω (αν και καταγράφονται επιλεκτικές συνεργασίες του με ορισμένα περιοδικά κι εφημερίδες), όντας, τα τελευταία χρόνια, (και) κάτοικος Παρισιού. Εκδίδει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς είτε μέσω ελληνικών εκδοτικών οίκων, είτε οίκων του εξωτερικού, όπως είναι οι περιώνυμες εκδόσεις Cold Turkey Press του Ολλανδού Gerard Bellaart –τα ποιητικά βιβλία τού Λειβαδά είναι ήδη περί τα είκοσι, ενώ διπλάσιες είναι οι μεταφράσεις του– και, γενικώς, διάγει έναν βίο που ταυτίζεται με την ποιητική/λογοτεχνική περιπέτεια στην οποίαν έχει μπει κι έχει «χαθεί». Ο Γιάννης Λειβαδάς δεν είναι ένας απλός θιασώτης της beat ποίησης (και όποιας άλλης). Έχω την αίσθηση πως μέσω του τρόπου ζωής του επιχειρεί να ανασυνθέσει σπαράγματα από την ζωή των ανθρώπων με το έργο των οποίων ασχολείται, κάτι που τον βοηθά, φρονώ, στην βαθύτερη κατανόηση των ποιητικών νοημάτων τους. Αυτή η «από τα μέσα» ενασχόληση προσθέτει στο μεταφραστικό έργο του (αλλά και στο προσωπικό του) την έννοια του καθαρού και απρόσκοπτου «βιώματος». Ο Λειβαδάς δεν γράφει ωσεί παρών. Είναι παρών.
Ήρθα για πρώτη φορά σ’ επαφή με το (μεταφραστικό) έργο του Γιάννη Λειβαδά λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν είχε πέσει στα χέρια μου το πρώτο-πρώτο (μάλλον) βιβλίο που εξέδωσε ποτέ η Μπητ Ποίηση/Ανθολογία, Τόμος Α [Εκδόσεις της Λίμνης, Αθήνα 1995], στο οποίον υπήρχαν μεταφρασμένα ποιήματα των Jack Kerouac, Michael McClure, Gregory Corso, Gary Snyder, Allen Ginsberg, Sinclair Beiles κ.ά., ενώ άρχισα να πληροφορούμαι για το προσωπικό ποιητικό έργο του μέσω του Σάκη Παπαδημητρίου, ο οποίος πολύ συχνά στο Jazz & Τζαζ (#121-4/2003, #141-12/2004, #171-6/2007, #176-11/2007…) αναφερόταν σε αυτό. Εκεί είχα πρωτοδιαβάσει, θυμάμαι, το… Παραμονή 35ων Γενεθλίων από το βιβλίο του Οι Κρεμαστοί Στίχοι της Βαβυλώνας [Μελάνι, Αθήνα 2007], ένα ποίημα που μου είχε αρέσει ιδιαιτέρως. Πριν λίγο καιρό ο Γιάννης Λειβαδάς κυκλοφόρησε ακόμη ένα δικό του ποιητικό βιβλίο, που έχει τίτλο Ηχούν Οστά/ 17 ποιήματα της τζαζ με 17 σχέδια του Gerard Bellaart [Ιωλκός, Αθήνα 2/2014]. Σχεδόν όλα τα ποιήματα (τα 15 από τα 17) έχουν ως τίτλους μουσικούς της jazz, όπως… Cecil Taylor, Peter Brötzmann, Anthony Braxton, Bill Dixon, Steve Lacy, Butch Morris κ.ά. Αντιγράφω το ποίημα Sonny Simmons (από το όνομα του σημαντικού σαξοφωνίστα των sixties, που εξακολουθεί έως και σήμερα, στα 80 του πια, να ηχογραφεί…). 

SONNY SIMMONS 
Κατάλαβα στην αίθουσα αναμονής 
έξω από τις τουαλέτες 
πως είδα να έρχεται το μακρινό βασιλεμένο 
παρελθόν που ακόμα χανόταν 
σε λίκνο διερχόμενης 

μετακόμισης στον ουρανό –
ο ουρανός όλος μια πίσω 
πόρτα που περιδεώς έβγαζε 
κι έμπαζε

Άνοιγα τις ρυτίδες των γυναικών μου
έως τις τρεις αρχές 
που υποστηρίζει ο δρόμος μου 
για την κύρια αρτηρία 
και το καπνοπωλείο. 

Από τον χαιρετισμό
ενός εξαμβλώματος 
που σε χρόνο ρεκόρ εντόπισαν 
οι σκιές των ποδιών της 
λες και χόρευαν κλακέτες 
πρόσταξαν 
να στάξουν 
το ερματικό 
που 
ήθελα.  
Η ποίηση του Γιάννη Λειβαδά έχει βεβαίως το άγγιγμα της beat poetry, αλλά κατακρατεί και άλλα στοιχεία από παλαιότερους ποιητές (Αμερικανούς, Ευρωπαίους ή Ασιάτες). Η γραφή του μοιάζει αυτόματη, συνειρμική, ελίσσεται γλωσσικώς, ενώ χρησιμοποιεί με την ίδιαν ευχέρεια τόσο τον επιγραμματικό λόγο, όσο και τις πιο εκτεταμένες φόρμες. Η στίξη του είναι η απολύτως απαραίτητη, ενώ οι στίχοι του (και βεβαίως οι στροφές του – εκεί όπου υπάρχουν) ακολουθούν κάποιους εσωτερικούς ρυθμούς, που είναι προφανείς (συνήθως) στην απαγγελία. Φαίνεται, δηλαδή, η απόπειρά του να συνθέσει λεκτικώς, έχοντας στ’ αυτιά του την (jazz) μουσική που αγαπάει. Νοιώθω, επίσης, πως το concept jazz+ποίηση θα πρέπει να τον ενδιαφέρει, δεν γνωρίζω όμως αν το έχει επιχειρήσει. Να απαγγείλει ο ίδιος την ποίησή του, εννοώ, τη συνοδεία κάποιας… improv jazz.
Το βιβλίο του Γιάννη Λειβαδά πλαισιώνεται από 17 (αντίστοιχα) σχέδια, που έχει φιλοτεχνήσει ο ολλανδός εκδότης και εικαστικός Gerard Bellaart. Ο Bellaart έχει μακριά ιστορία, με ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον, αφού στα μέσα των sixties συγκαταλεγόταν κι αυτός στην… beat παρέα της Ύδρας. Όπως διαβάζουμε στο νοτιοαφριακανικό blog Who was Sinclair Beiles? ο Bellaart είχε έρθει στην Αθήνα από το Ρότερνταμ με ωτοστόπ ελκόμενος από την ελληνική μουσική(!) που του άρεσε, και την οποίαν είχε ακούσει από κάποιον νταλικέρη, που τον «κουβαλούσε», σ’ ένα προηγούμενο ταξίδι του, από την Φινλναδία. Στην Αθήνα και την Ύδρα ο Bellaart θα γνωρίσει διάφορους ποιητές, όπως τους Leonard Cohen, Gregory Corso, Sinclair Beiles κ.ά., με κάποιους εκ των οποίων αργότερα θα συνεργαστεί, όταν θα ξεκινήσει τον εκδοτικό οίκο Cold Turkey Press το 1970. Όπως λέει και ο ίδιος στην Wikipedia (και σε σχέση με τον Bukowski): “I first came across the writings of Charles Bukowski in 1965, Hydra, Greece, when someone handed me a copy of ‘The Outsider’. In 1969 I made a selection of his poems, translated them into Dutch and published them under the title ‘Drunk Miracles & Other Immolations’ in 1970 with a specially written introduction by Bukowski”.
Αν και στην Ύδρα, τελικώς, πρέπει να γινόταν χαμός ελάχιστοι Έλληνες είχαν πάρει χαμπάρι τι ακριβώς συνέβαινε. Χαρακτηριστικό δε αυτού είναι πως, σε πρώτο χρόνο, πολύ λίγα σχετικά είχαν γραφεί σε περιοδικά ή εφημερίδες. Βασικά, αναφέρομαι στο κείμενο Χρονικό/ Μία Διεθνής Πνευματική Παροικία στην Ύδρα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό/βιβλίο Καινούρια Εποχή (Δέκατος Τόμος, Αθήνα Άνοιξη-Καλοκαίρι 1965), που εξέδιδαν οι εκδόσεις Δίφρος του Γιάννη Γουδέλη. Εκεί αναφέρονται κάποιοι από τους… beats που είχαν αράξει στην Ύδρα, ενώ παρατίθενται βιογραφικά στοιχεία και αποσπάσματα των έργων τους. Αν και δεν γίνεται λόγος για τον Leonard Cohen, που είχε σπίτι κιόλας στο νησί –πιθανώς γιατί την στιγμή που έγινε το ρεπορτάζ κάποιοι μπορεί να απουσίαζαν– αναφέρεται, εντούτοις ο Harold Norse! Μάλιστα, διαβάζουμε και το ποίημά του Κλασική Ζωοφόρος σ’ Ένα Γκαράζ μεταφρασμένο ωραία από τον Άκο Δασκαλόπουλο! Τοποθετώ θαυμαστικό, γιατί ποτέ δεν περίμενα πως ο Άκος Δασκαλόπουλος (1937-1998), ένας από τους πιο τραγουδισμένους λαϊκούς στιχουργούς της εποχής («Γειτονάκι», «Ζωγραφισμένα στο χαρτί», «Γύφτισσα μέρα», «Κορίτσι στάσου να σου πω», «Που ’ναι τα χρόνια», «Το σακάκι μου κι αν στάζει»…) θα είχε μεταφράσει Harold Norse το 1965! Να πω μόνον, κλείνοντας τον κύκλο, πως το ίδιο ποίημα έχει μεταφράσει και ο Γιάννης Λειβαδάς συμπεριλαμβάνοντάς το σε τρία τουλάχιστον βιβλία του: Ποιητές του Κόσμου/ Ανθολογία Μπητ Ποίησης [Ροές, Αθήνα 2003], Τα Οράματα μιας Απίθανης Γενιάς/ Στοιχεία για την beat generation [Κέδρος, Αθήνα 2010] και Αμερικανοί Ποιητές 4/ Χάρολντ Νορς/ Ποιήματα [Ηριδανός, Αθήνα 2012].

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

TYLER BLANTON – DANNY FOX TRIO

Από τους βιμπραφωνίστες της νέας γενιάς με προσωπικό καλλιτεχνικό όραμα, ο Tyler Blanton εμφανίζει στο παίξιμο και τις συνθέσεις του όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορεί να τον κάνουν να ξεχωρίσει. Κατ’ αρχάς είναι ένας πολύ «σίγουρος» συνθέτης – το ότι εμφανίζει στο πρόσφατο Gotham [Ottimo Music, 2013] μόνο δικά του κομμάτια αυτό κάτι δηλώνει. Δεύτερον, συνθέτει με άξονες την jazz και το rock, δίχως εκείνο που παρουσιάζει να είναι, ας πούμε, jazz-rock. Υπάρχει δηλαδή μια rock ραχοκοκαλιά στα ρυθμικά patterns, αλλά το εξωτερικό ένδυμα είναι jazz. Δεν θα μπορούσε να ήταν κάτι άλλο δηλαδή, από την στιγμή κατά την οποίαν η μπάντα που τον συνοδεύει έχει μέλη τους Matt Clohesy ηλεκτρικό, ακουστικό μπάσο, Donny McCaslin τενόρο σαξόφωνο και Nate Wood ντραμς.
Εκείνο που είναι, γενικώς, δυσεύρετο και το ακούς στο “Gotham” κατά κόρον είναι το «τέντωμα» της ορχήστρας, καθώς η πλειονότητα των tracks κινείται σε γρήγορα tempi, με συνεχή διεγερτικά soli από vibes και τενόρο, με το rhythm section να… υπερβάλλει εαυτόν σε δύναμη και βάθος. Το εισαγωγικό κομμάτι έχει τίτλο “Never sleeps” και αποτελεί μία πρώτης τάξεως εισαγωγή. Πάθος, ένταση και πλήρης χορευτική αντίληψη από ένα κουαρτέτο που τα δίνει όλα. Η ήπια, κάπως μπαλαντική εισαγωγή στο “Freaky dream” δεν παραπλανά (εν τέλει). Το κομμάτι καθώς κυλά ανεβάζει στροφές, πριν καταλήξει σ’ ένα σαξοφωνικό κρεσέντο. Σαν μπαλάντα εμφανίζεται και το φερώνυμο “Gotham”, η πολυρυθμία του όμως, όπως και το παίξιμο με τις παύσεις και το ανεβοκατέβασμα της έντασης, δεν σε αφήνουν επ’ ουδενί να πλήξεις. Στο υπ’ αριθμόν 4, που έχει τίτλο “Cogs”, ο Wood κάνει τρομερή δουλειά στα ντραμς, με τον Blanton να «σκάβει» (να γκρουβάρει) με «άλλους» ήχους (βασικά με malletkat – ένα MIDI βιμπράφωνο δηλαδή) και τον McCaslin να πατάει γερά, δίνοντας εξωφρενικό σόλο. Αλλά και το επόμενο κομμάτι, το “Tunnels”, τα «χώνει», και μάλιστα μ’ έναν ακόμη πιο… επικό τρόπο. Το έσχατο “Breaking through the clouds” είναι, επί της ουσίας, το μόνο ατμοσφαιρικό κομμάτι του CD. Μία μπαλάντα όχι «κοιμήσικη», αλλά με βαθιές και συνεχείς σαξοφωνικές αποκαλύψεις.
Το “Gotham” είναι ένα εξαιρετικό, «νευρικό», άλμπουμ σύγχρονης jazz, προϊόν μιας ομάδας που «πετάει».
Επαφή: www.tylerblanton.net
Από τα ανερχόμενα αμερικανικά jazz trio, το trio του νεοϋορκέζου πιανίστα Danny Fox κάνει την διαφορά μ’ ένα άλμπουμ, το Wide Eyed, που κυκλοφορεί οσονούπω (8/4) για λογαριασμό της Hot Cup Records – μιας εκ των πιο σημαντικών ανεξάρτητων εταιρειών του (jazz) καιρού μας (να θυμίσω τις εγγραφές εκεί των Mostly Other People Do the Killing, Sam Kulik, Jon Irabagon, Bryan and the Haggards και όλης της υπόλοιπης παρέας). Το trio του Danny Fox απαρτίζεται, λοιπόν, από τον ίδιον στο πιάνο, τον Chris van Voorst van Beest στο μπάσο και τον Max Goldman στα ντραμς, με το “Wide Eyed” να αποτελεί την δεύτερη κατά σειρά ολοκληρωμένη παρουσία του. Περαιτέρω, όλες οι συνθέσεις του CD ανήκουν στον Danny Fox, ενώ οι ενορχηστρώσεις είναι επεξεργασμένες και από τα τρία μέλη του γκρουπ.
Μιλώντας και γράφοντας, γενικώς, για τα σύγχρονα trios δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός πως βρέθηκαν ξανά στην εμπροσθοφυλακή της jazz την τελευταία 15ετία (σε Ευρώπη και Αμερική) ανανεώνοντας πρακτικές και ήχους. Σχήματα, που εισήγαγαν στο setting και άλλα πέραν των κλασικών (πιάνο, μπάσο, ντραμς) όργανα –και δεν εννοώ μόνον τα ηλεκτρονικά–, που διατήρησαν ό,τι τους παραδόθηκε, ανανεώνοντας το «σχήμα» περισσότερο «από μέσα» (εσωτερικώς δηλαδή). Ένα τέτοιο είναι το Danny Fox Trio. Ένα σχήμα, που εμμένει στην αναμόρφωση των συνθετικών και αυτοσχεδιαστικών δομών μέσα από ρυθμικές… ανακολουθίες, μελωδικούς και αρμονικούς ανασχηματισμούς. Το πιάνο, όργανο που καθορίζει την lead μελωδία, προσφέροντας την αρμονική «φωνή» σ’ ένα τέτοιο τύπου σχήμα, σπανίως ανταποκρίνεται, εδώ και τώρα, στον συγκεκριμένο ρόλο. Ο Fox ενδιαφέρεται περισσότερο για την εξερεύνηση τού πώς μπορεί να εναλλάσσονται οι διάφορες συγχορδίες, δημιουργώντας καινοφανή αρμονικά περιβάλλοντα –δίνοντας έτσι την δυνατότητα στους Goldman και van Beest να «πιάσουν» το σήμα, ξεκινώντας ένα ρυθμικό pattern, που μπορεί να είναι από funk μέχρι… country– παρά να μελωδεί ακαταπαύστως. Φυσικά, οι αναφορές και οι ηχητικοί «διάδρομοι» από τους οποίους θα κληθεί να περάσει ένα τόσο «ελεύθερο» trio στην πραγματικότητα είναι πάμπολλοι, αφού ο καθείς μπορεί να αναγνωρίσει δίπλα σε μια κινηματογραφική αναφορά, την «εσωτερική» ορμή της μουσικής δωματίου, και δίπλα στους απόηχους κάποιων swinging σπαραγμάτων την αναστάτωση ενός βαθέως groove. Έτσι, κομμάτια όπως τα “Confederates” και “Tumble quiet” μοιάζουν (και είναι) ενδεικτικά της φιλοσοφίας και της αυτοσχεδιαστικής πρακτικής του Danny Fox Trio· ενός σχήματος που επιφυλάσσει για τον «εαυτό» του τον ρόλο του «ανορθόδοξου», ανταποκρινόμενο πλήρως σ’ αυτόν.
Επαφή: www.dannyfoxmusic.com

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

ένα ντοκιμαντέρ για τον ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ

Νομίζω πως έχει παρατραβήξει αυτό το θέμα με τα ελληνικά ντοκιμαντέρ. Επειδή κατά κανόνα κοστίζουν πολύ λιγότερο από μια «κανονική» ταινία με ηθοποιούς κ.λπ., κι επειδή ολοκληρώνονται συνήθως στο πι και φι, βρήκαν, επί κρίσης, τον… μήνα που τρέφει τους έντεκα. Έριξα μια ματιά στο site του Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ της Χαλκίδας και μέτρησα τις παραγωγές των τελευταίων επτά διοργανώσεων. Το 2007 προβλήθηκαν-διαγωνίστηκαν 21 ντοκιμαντέρ, το 2008 25, το 2009 28, το 2010 39, το 2011 38, το 2012 35 και το 2013 39 (επί κρίσης, δηλαδή, πήραν ακόμη περισσότερο τα πάνω τους). Ο αριθμός των ελληνικών ντοκιμαντέρ, αυτών των συγκεκριμένων ετών, είναι σίγουρα μεγαλύτερος, αφού υπάρχουν κάποια (πολλά, λίγα, λιγότερα – δεν μπορώ να γνωρίζω) που συμμετέχουν σε άλλα φεστιβάλ (π.χ. σ’ εκείνο της Θεσσαλονίκης), ενώ, λογικώς, θα υπάρχουν και κάποια που δεν θα πηγαίνουν στα φεστιβάλ και τα οποία θα προβάλλονται, απλώς, σε «χώρους». Αν μου πει κάποιος πως μπορεί να παράγονται περισσότερα από 50 ντοκιμαντέρ κάθε χρόνο στην Ελλάδα θα το πιστέψω. Αν μου πει δε πως μπορεί να πλησιάζουν και τα 70 ή τα 100… κι αυτό θα το πιστέψω.... Η κοινή λογική λέει πως ελάχιστα από αυτά θα βλέπονται· εννοώ πως θα βλέπονται ως προϊόντα κινηματογραφικής τέχνης. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, δεν «γεννιούνται» κάθε μέρα στην Ελλάδα Robert Flaherty, Georges Franju, Joris Ivens και Chris Marker (το δικό του Le fond de l'air est rouge είναι, ίσως, το ωραιότερο ντοκιμαντέρ που έχω δει ποτέ), ούτε καν θα έλεγα… Φίλιππος Κουτσαφτής· και μην φανεί αυτό ως μομφή για τον έλληνα ντοκιμαντερίστα, αφού η Αγέλαστος Πέτρα του ήταν ένα (συγκινητικό) αριστούργημα. Θα πει κάποιος –και σωστά– πως… μέσα από την ποσότητα θα προκύψει και η ποιότητα. Είναι αληθές αυτό. Γιατί μέσα στα 300(;) ντοκιμαντέρ που μπορεί να έχουν γυριστεί στην Ελλάδα τα τελευταία 7-8 χρόνια, λογικώς –λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τον νόμο των πιθανοτήτων δηλαδή– θα υπάρχουν και μερικά καλά, ή και πολύ καλά· παρότι, εγώ, δεν έχω δει στους «χώρους» ή στο YouTube περισσότερα από ένα, που να αξίζει να το θυμάμαι για πολύ.
Γυρίστηκε, λέει, ντοκιμαντέρ υπό τον τίτλο Το Νήμα, στο οποίο δύο σκηνοθέτες καταγράφουν ένα χρόνο από την «ζωή» του Αλέξη Τσίπρα –ήτοι από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι το κλείσιμο της ΕΡΤ, τον Ιούνιο του 2013–, ή κατ’ άλλους το διάστημα ανάμεσα στις δύο εκλογές του 2012 (όπως διάβασα στο δίκτυο)· δεν έχει και τόσο σημασία αυτό. Δεν ξέρω αν η ιδέα είναι πρωτότυπη (υποθέτω πως όχι), αλλά για μένα δεν παρουσιάζει, εξ αρχής, κανένα ενδιαφέρον. Ορισμένοι, και δεν αναφέρομαι στους σκηνοθέτες, έχουν την εντύπωση πως οι πολιτικοί κρίνονται πρωτίστως από την εικόνα τους και όχι απ’ όσα λένε (και κυρίως απ’ όσα πράττουν). Ισχύει αυτό. Στην Αμερική κατ αρχάς με την κάμερα σε ρόλο πρώτο ήδη από την δεκαετία του ’60 – και αργότερα, φυσικά, σε ολόκληρο τον κόσμο. Όσο πιο κενός είναι ο λόγος ενός πολιτικού, τόσο πιο πληθωρική καθίσταται η δημόσια εικόνα του. «Δείχνω» σημαίνει… μπαζώνω αδυναμίες, που προκύπτουν από τον ανύπαρκτο λόγο. Και γι’ αυτό ακριβώς δεν έπρεπε, ειδικώς ο Τσίπρας –ένας νέος πολιτικός που ναι μεν έχει λόγο (αυτόν που έχει), αλλά δεν έχει δοκιμαστεί εν τοις πράγμασι– να υποπέσει σε τέτοιο «λάθος». Να καταστεί «εσωτερική εικόνα», πριν έλθει η ώρα του.
Δεν ξέρω κάτω από ποιο σκεπτικό δέχτηκε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να παίξει σ’ ένα παιγνίδι, που θα ’χε, οπωσδήποτε, για ’κείνον, στην χειρότερη των περιπτώσεων, αβέβαιο αποτέλεσμα. Άγνοια κινδύνου, υπερβολική αυτοπεποίθηση, κακή εκτίμηση μιας κίνησης που, κατά το μάλλον ή ήττον, θα επείχε ρόλο προεκλογικού υλικού; Νοιώθω πως οι αντίπαλοί του θα τρίβουνε τα χέρια τους. Ήδη έπεσαν οι πρώτες «τουφεκιές». Είδα ένα μόνο μέρος της επίμαχης σκηνής (στο τρέιλερ) –με τον Τσίπρα να δρα εντελώς ανθρώπινα, καθώς κοιτούσε στην TV την (γνωστή) βιαιοπραγία του χρυσαυγίτη βουλευτή προς την βουλευτίνα του ΚΚΕ– δεν είδα τα «γέλια» και τα «μανάρια». Η ουσία είναι πως ο άνθρωπος αντιμετωπίστηκε από τους… δημοσιογραφικούς λαγούς κάπως σαν το πρότυπο του φασίστα-μισογύνη. Κοινώς έπεσαν να τον κατασπαράξουν. Και τι δεν του έσουραν. Ορισμένοι, αδαείς, έχουν την εντύπωση πως απέναντι στο ναζιστικό φαινόμενο της Χρυσαυγής θα πρέπει να αντιδρούμε όλοι μας με τον ίδιο τρόπο. Να σκεφτόμαστε επ’ αυτού όπως σκέπτονται εκείνοι δηλαδή, που βάζουν τα πόδια στον ώμο εξυπηρετώντας (με ή χωρίς την θέλησή τους – δεν έχει καμμία σημασία) τα καθεστωτικά βδελύγματα, τους θεατρινισμούς της εξουσίας και εν τέλει την αποδιοργάνωση της ίδιας της δημοκρατίας. Να μας δώσουν λοιπόν οι διάφορες… κοινωνικές ομάδες, οι χίπστερ του αντιφασισμού, οι αγωνιστές των πληκτρολογίων, οι εξόριστοι του… Κολωνακίου, οι βασανισθέντες υπό των… μεγκαλιστών, έναν κατάλογο για το πώς πρέπει να φτύνουμε τους χρυσαυγίτες – καθότι εκείνοι πολεμώντας τον ναζισμό από τα... γεννοφάσκια τους γνωρίζουν τα «τι» και τα «πώς» καλύτερα απ’ όλους μας. Αν και ο Τσίπρας δεν ενέδωσε (έως ώρας τουλάχιστον – και ελπίζω να μην το πράξει) στις υστερίες που τον εγκαλούν να εξηγήσει, να ζητήσει συγγνώμη, να απολογηθεί και τα λοιπά, το (ευρύτερο) κακό έγινε. Δόθηκε, για άλλη μια φορά, η εντύπωση πως η δημοκρατία φοβάται το αντίθετό της· ενώ θα πρέπει να το περιλάβει, λαμβάνοντας, εννοείται, και τα μέτρα της, ώστε εκείνο (το αντίθετο) να μην την καταστρέψει (ο Μπρυκνέρ το λέει αυτό).
Και για να επανέλθω θα πω πως η… κλειδαρότρυπα στην πολιτική δεν έχει καμμία ουσιαστική προσθετική αξία – ακόμη και σε όσες περιπτώσεις την αποκαλέσουμε ντοκιμαντερίστικη τέχνη. Τι σημαίνει η «ζωή» ενός πολιτικού; Δεν επιλέγουμε –το ξαναλέω– έναν πολιτικό από το πώς ζει, που ζει, τι θεό λατρεύει, πώς αντιδρά αυθορμήτως στο γήπεδο ή το καφενείο, τι βιβλία διαβάζει, ή τι ταινίες βλέπει, αλλά απ’ όσα ισχυρίζεται, και κυρίως από το πώς θα μετατρέψει όλα εκείνα που ισχυρίζεται σε πράξη. Αν η κάμερα έχει κάποιον ρόλο ανάμεσα στα δύο, ανάμεσα στον λόγο και την πράξη εννοώ, αυτός ο ρόλος πρέπει να κατατείνει προς την γεφύρωση του κενού που πάντα θα υπάρχει ανάμεσά τους. Κάθε παρέκκλιση επ’ αυτού επιτείνει την σύγχυση, μετατρέπει την προβολή του πολιτικού σ’ έναν διαγκωνισμό ανάμεσα στον ναρκισσισμό και την επίφαση.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

PRIMEVIL ένα προοδευτικό συγκρότημα

Κι ενώ το rock στην Αμερική τo 1974 (με την απήχηση, τις μουσικές και τις νοηματικές διαστάσεις, μέσω των οποίων είχε μεγεθυνθεί στο δεύτερο μισό των sixties) ήταν πια μια τελειωμένη υπόθεση, εντούτοις σ’ ένα δεύτερο επίπεδο (στο επίπεδο των μικρών εταιρειών και των ιδιωτικών εκδόσεων) εξακολουθούσε να ζει και να δρα, εκμεταλλευόμενο πλέον άλλα κανάλια. Η απουσία δηλαδή της rock αφήγησης από τα επικοινωνιακά «πρωτοσέλιδα» (ραδιόφωνα, τηλεόραση, ειδικός ή λιγότερο ειδικός Τύπος…), ως έκφραση μιας προοδευτικής κοινωνικής δυναμικής, μπορεί να ήταν πλέον γεγονός, όμως σ’ ένα υπόγειο κύκλωμα το πράγμα εξακολουθούσε να βράζει με χιλιάδες συγκροτήματα να γράφουν εξαιρετικούς δίσκους, απευθυνόμενα πια σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων, σε τοπικό επίπεδο. Ένα τέτοιο rock συγκρότημα, που έδρασε στην Πολιτεία Indiana (προερχόταν από την Knightstown, αλλά έκανε καριέρα στην κοντινή Ινδιανάπολη) ήταν και οι Primevil, οι οποίοι «εκμεταλλευόμενοι» την «τρέλα» ενός τοπικού παράγοντα, του Moe Whittemore και της δισκογραφικής του 700 West Records (εκεί έγραψαν και οι Zerfas), άγγιξαν το «τέλειο» με το LP τουςSmokinBats at Camptons (1974) ένα άλμπουμ που επανεκδόθηκε στην μακρινή Ελλάδα, με όλα τα κομφόρ, από την Anazitisi Records στο τέλος του 2013.
Εκείνο που κάνει τους Primevil (Dave Campton φωνή, φυσαρμόνικα, κρουστά, Mel Cupp ντραμς, Larry Lucas κιθάρες, Mark Sipe μπάσο, Jay Wilfong κιθάρες, synth) να ξεχωρίζουν δεν είναι μόνον τα δυναμικά, σκληρά και συνεπή, με τις καλύτερες ηχητικές παρακαταθήκες του rock, τραγούδια τους, είναι κυρίως οι κοινωνικοί στίχοι τους, ή μάλλον ο συνδυασμός μουσικής και στίχων που δημιουργεί συχνά συναρπαστικές καταστάσεις. Το γκρουπ, δηλαδή, έχει αντιληφθεί, για να μην πω «έχει βιώσει» την καθίζηση των αξιών των sixties και του τρόπου δια του οποίου εκείνες (οι αξίες) μετατράπηκαν σε εμπόρευμα. Ταυτοχρόνως, αντιλαμβάνεται την συντηρητική αναδίπλωση της αμερικανικής κοινωνίας και πως ανάμεσα στην οικονομική «ανάπτυξη» και στο αληθινό νόημα της ζωής (του μέτρου, του σεβασμού και της συναλληλίας) υπάρχει τεράστια απόσταση, που, κατ’ ουσίαν, υποσκάπτει το ίδιο το μέλλον της (της κοινωνίας). Γι’ αυτά τραγουδούν οι Primevil σ’ ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του άλμπουμ τους, το “Progress”, εκεί όπου τους ακούμε να λένε… «πρόοδος, πρόοδος/ πρέπει να πληρώσεις το τίμημα/ πρόοδος, πρόοδος/ δεν είναι δα και κανας παράδεισος», βλέποντας συγχρόνως το πώς κανοναρχούν τις ανάγκες, φτιάχνοντας παιγνίδι, τα μέσα ενημέρωσης («δεν μπορώ να βοηθήσω, αλλά διερωτώμαι/ τι το μέλλον θα μας φέρει(…) έτσι όπως ζούμε καταναλώνοντας/ προπαγάνδα και ειδήσεις»). Σε άλλο πάλι τραγούδι τους, το lead trackLeavin’” (ένας απίθανος hard rock ύμνος), οι Primevil υπερασπίζονται μιαν ελεύθερη ζωή, εκείνην του περιπλανώμενου που ευχαριστιέται να δουλεύει και να ζει, μακριά από ανέξοδες και συμβατικές υποχρεώσεις, στο “High steppinstomper” καταφέρονται εναντίον της λατρείας και άρα της δουλικότητας του χρήματος, ενώ στο “Tell me if you can” (πρώτο τραγούδι της δεύτερης πλευράς) αναρωτιούνται εν σχέσει με τους στόχους της ζωής και τα κοντόφθαλμα όνειρα που παγιδεύουν την ανθρώπινη δημιουργία. Λένε πολλά ωραία οι Primevil, σ’ ένα άλμπουμ που θα συγκινήσει (αυτή είναι η σωστή λέξη) όσους γουστάρουν το κλασικό σκληρό rock (προσωπικώς τους ακούω πολύ κοντά στους Βρετανούς Stray, στα γκρουπ του συμπατριώτη τους Simon Stokes ή σε ορισμένα κομμάτια των Steppenwolf), ζητώντας απ’ αυτό (το rock εννοώ) όχι μόνον το «αλήτικο» χάσιμο, αλλά και σημαντικά μηνύματα. Κομμάτια, δε, όπως το “Hey, lover” ή το ορχηστρικό “Fantasies” (με τα σύνθια παρόντα και ενίοτε σε θέση μάχης) θα μπορούσε να συγκαταλέγονται στην… αβαντ-γκάρντια του hard rock (δίπλα, ας πούμε, στα πιο ιδιαίτερα των Groundhogs).
Η έκδοση της Anazitisi όπως πάντα ξεχωριστή περιλαμβάνει ένα bonus track, 4σέλιδο με βιογραφικά, φωτογραφίες, σημειώσεις κτλ., ενώ η 180άρα εκτύπωση (σε 300 αντίτυπα) βοηθά ακόμη περισσότερο στην απόλαυση του εξαιρετικού αυτού άλμπουμ.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

EGG HELL σχεδία

Τον 24χρονο, γεννημένο στην Βραζιλία και διαμένοντα στην Αθήνα, Jef Maarawi παρότι τον έχω συναντήσει σε κανα-δυο δίσκους έως τώρα (χωρίς να τον έχω δει live), δεν μπορώ να πω πως τον ήξερα· δεν τον ήξερα ως τραγουδοποιό εννοώ. Έτσι, μέσω του πρώτου LP τού συγκροτήματός του Egg Hell (Ekelon ηλεκτρονικά, Κώστας Ζάμπος ντραμς, Βασίλης Βλαχάκος κιθάρες, Ντένης Μόρφης μπάσο, Jef Maarawi φωνή, κιθάρες) που έχει τίτλο Once Part of a Whole Ship [Inner Ear, 2014] μού δίνεται η ευκαιρία να τον γνωρίσω περισσότερο.
Ο Maarawi επιλέγει να μας συστηθεί (σε όσους, τέλος πάντων, δεν είχαν ακούσει κάτι δικό του προηγούμενο) μέσω ενός άλμπουμ, που θα μπορούσε ν’ ανήκει στην κατηγορία “singers-songwriters” (και το άλμπουμ και ο τραγουδοποιός). Το λέω τούτο κρίνοντας από ορισμένα κομμάτια του δίσκου, ή και μέρη αυτών, όπως του “Napoleon” π.χ., μία ιδιόμορφη προσέγγιση των τελευταίων(;) στιγμών του γάλλου στρατηγού και αυτοκράτορα, που φέρνουν στον νου κάτι από τον (Σκωτσέζο) Donovan. Έναν τρόπο αυτόφωτης ύπαρξης δηλαδή, είτε μέσω μιας κιθάρας (της κιθάρας τού Maarawi), είτε μέσω μιας ορχήστρας (των Egg Hell), η οποία (ορχήστρα)… ψυχεδελίζοντας τα κομμάτια θα μπορούσε (και μπορεί) να τα μετατρέψει σε σύγχρονα... σκωτσέζικα pop παράγωγα. 
Εκείνο που, περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί είναι πως ο Maarawi συνθέτει και γράφει στίχους έχοντας κατά νου κάποιο «θέμα». Το άλμπουμ των Egg Hell έχει concept δηλαδή, που το βοηθά ακόμη περισσότερο να ακούγεται ως «έργο»· ένα pop έργο, με αρχή, μέση και τέλος και κυρίως με διαχρονικό νόημα. Παίρνοντας αφορμή από ένα θρυλικό ναυτικό δυστύχημα των αρχών του 19ου αιώνα (1816), εκείνο του γαλλικού πλοίου Medusa που προσάραξε ανοιχτά των ακτών της Μαυριτανίας, και της απέλπιδας προσπάθειας ενός μέρους των επιβαινόντων να σωθούν με την βοήθεια μιας σχεδίας (είναι αυτή που εικονίζεται στο εξώφυλλο του LP), ο Maarawi συντάσσει ένα… αντι-manual επιβίωσης, τονίζοντας την ασημαντότητα του ανθρώπου έναντι των φυσικών στοιχείων, και κυρίως τις ψυχικές και σωματικές μεταλλαγές που επέρχονται στην προσπάθεια αντιμετώπισης εκείνου που σε υπερβαίνει. Προσωπικώς, αν εντοπίζω κάτι που θα επιδεχόταν ορισμένες βελτιώσεις σ’ αυτήν την, από πολλές πλευρές, ολοκληρωμένη απόπειρα των Egg Hell, τούτο είχε να κάνει, κυρίως, με τον πλουραλισμό του ήχου, δηλαδή τις ενοργανώσεις· που θα ήθελαν κάπως παραπάνω ψάξιμο (παραπάνω… φλούγκελχορν, ακόμη πιο… αδιάκριτα strings ή ακουστικά μέρη), ούτως ώστε και το «θέμα» να απολάμβανε ακόμη περισσότερο της βαρύτητάς του.
Επαφή: www.inner-ear.gr

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

rock και krautrock σε άσπρο-μαύρο

Λίγα λόγια για δύο CD-R που ήρθαν στην… θυρίδα του δισκορυχείου πριν λίγο καιρό….
SCRAPS OF TAPE: Sjätte Vansinnet [A Tenderversion Recording/ Creative Eclipse PR, 2014]
Πομπώδες rock (αν και όχι τόσο «ακραίο»), κάτι σαν αυτό που διεθνώς αποκαλείται math, παίζουν οι Σουηδοί Scraps of Tape. Συγκρότημα που σχηματίστηκε το 2001, έχοντας ηχογραφήσει έως σήμερα τουλάχιστον πέντε άλμπουμ και κάμποσα ακόμη singles και EP (αν πάρω τοις μετρητοίς τις πληροφορίες του discogs), οι Scraps of Tape επανέρχονται στην επικαιρότητα με το πρώτο βινύλιό τους που έχει τίτλο “Sjätte Vansinnet”. Το άκουσμα είναι βαρύ χωρίς να είναι μεταλλικό, προτείνοντας τόνους από riffs δίχως τούτα να είναι έτσι διαρθρωμένα που να «κάθονται» με την πρώτη στο αυτί – μια έντεχνη βαβούρα γενικώς, που εμφανίζει κάποιες καλές στιγμές, χωρίς να αγγίζει, πάντως, υψηλές επιδόσεις. Έτσι, ενώ υπάρχουν τρεις κιθαρίστες στο γκρουπ (Jerker Kaj, Johan Gustavsson, Marcus Nilsson) και καθόλου πλήκτρα, ο όποιος μελωδικός διάκοσμος στηρίζεται στις πολλές «κοντές» επαναλαμβανόμενες φράσεις, που υποστηρίζονται σωστά από το rhythm section (Kenneth Jansson μπάσο, Fredrik Gillhagen ντραμς), δίχως να παρατηρούνται, από την άλλη, ουρανομήκη soli. Τούτο βοηθάει, από την μια μεριά, τους Scraps of Tape να μην ακούγονται ως «μέταλλο» (όχι πως θα ήταν κακό κάτι τέτοιο), αλλά από την άλλη η αρμονική διάρθρωση είναι τόσο πρωτογενής, που δεν οδηγεί την μπάντα στην επίτευξη διακριτών μελωδιών. Φθάνουμε, έτσι, προς τα τελευταία κομμάτια, και ιδίως στο έσχατο “Alla utom jag måste dö”, για ν’ ακούσουμε κάτι πιο απαιτητικό (κυρίως όσον αφορά στον συνδυασμό των συγχορδιών των τριών κιθαρών), κινούμενο, πάντα, μέσα σ’ ένα πομπώδες-επικό πλαίσιο.
Επαφή: www.tenderversion.com
THE SPACE SPECTRUM: The Red Eyed Queen [Cosmic Eye, 2014]
Το CD-R που έχω στα χέρια μου δεν δίνει κανένα στοιχείο για την μπάντα (δεν ξέρω με το LP τι γίνεται). Έτσι, ανατρέχοντας στο δίκτυο «ανακάλυψα» πως οι Space Spectrum είναι Γερμανοί (κάτι που φαίνεται και από τη μουσική που παίζουν – αν και, στις μέρες μας, πολλοί μη Γερμανοί παίζουν σαν Γερμανοί…) και πως αποτελούνται από τέσσερα άτομα, τους Nils Seel μπάσο, Nico Seel κιθάρες, cosmic noise(;), Kevin Klein ντραμς και Jan D. Schulz synth/ electronics. Το “The Red Eyed Queen” έχει δύο κομμάτια (ένα ανά πλευρά), που κατ’ ουσίαν είναι ένα (σ’ ένα CD, ας πούμε, θα μπορούσε να ακούγονταν ως ένα ενιαίο track), το οποίον και αποτελεί τον… ορισμό του krautrock. Βεβαίως, το τι είναι “krautrock έχει διατυπωθεί ήδη από τα late sixties από τους… Pink Floyd και εν συνεχεία από μπάντες όπως οι πρώτοι Tangerine Dream, οι Amon Düül (και οι II), οι CAN, οι Ash Ra Tempel, οι Gila, οι Brainticket, οι Kalacakra, οι Annexus Quam και άλλοι διάφοροι γνωστοί και λιγότερο γνωστοί, που έπλεξαν, με γνώση και (πειραγμένη) συνείδηση, εκείνο τον μύθο τού… διαπλανητικώς ή εσωτερικώς «χαμένου». Κομμάτια... πλευρές, με «ανοιγμένες» μελωδίες, βαρείς κιθαρισμούς, που απλώνονταν πάνω στα κιμπορνιτικά υποστρώματα, και βασικά άπειρα breaks, απειράριθμα «γεμίσματα» δηλαδή από ηλεκτρονικά, κρουστά ή ό,τι άλλο, τοποθετημένα με ακρίβεια πάνω σ’ ένα ογκωδέστατο rhythm section. Αυτό, ή περίπου αυτό, ήταν από αισθητικής πλευράς το krautrock, και αυτό το krautrock υπηρετούν με πίστη και όρεξη… σαρανταβάλε χρόνια μετά τούτοι οι… ευχάριστοι Τεύτονες.
Επαφή: www.musicbazz.com