Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

MELT MOUNTAIN ένα κάπως παράξενο ελληνικό συγκρότημα στο πρώτο του LP

Οι Melt Mountain δεν είναι καινούριο συγκρότημα, αφού υπάρχουν από το 2011 έχοντας κυκλοφορήσει κι ένα 4-tracks EP το 2014. Τώρα έχουν έτοιμο LP, τοSuperfetishστην Inner Ear, κλεισμένο σε ωραίο gatefold που περιέχει 20σέλιδο booklet με στίχους και ζωγραφιές, συν κωδικό για ψηφιακό κατέβασμα.
Είναι περίεργο γκρουπ οι Melt Mountain και όπως είχα γράψει παλαιότερα… «τα τραγούδια τους μοιάζουν κάπως σαν ιδιοκατασκευές, οι οποίες στέκονται “όρθιες” απλώς και μόνον με τα απαραίτητα. Το αν πρόκειται για ένα lo-fi επιτηδευμένο ή απλώς αναγκαστικό εν τέλει μικρή σημασία έχει».
Μπορεί να έχει περάσει κάποιος καιρός από τότε που τα σημείωνα αυτά, αλλά, εν πάση περιπτώσει, νοιώθω πως ισχύουν και τώρα.
Οι Melt Mountain είναι ένα συγκρότημα τής «διάθεσης», τής «στιγμής». Τα τραγούδια τους θέλω να πω πως, ανεξαρτήτως αν κρύβουν κάποια δουλειά πίσω τους (που σίγουρα κρύβουν), στην πράξη μοιάζουν με πρωτόλεια, με ανολοκλήρωτες κατασκευές. Οι συνεχείς αλλαγές π.χ. μέσα στο ίδιο track είναι ένα απ’ αυτά τα… αποδομητικά χαρακτηριστικά της τέχνης των Melt Mountain, οι οποίοι για το μόνο που νοιάζονται είναι να σου υπενθυμίζουν, τακτικά, πως πιο πολύ «παίζουν», «υποκρίνονται», παρά ενδιαφέρονται για να κάνουν «τέχνη». Υπενθυμίζουν, αν θέλετε, μιαν απομυθοποιητική διάσταση που κρύβει συχνά το τραγούδι στη βάση του – μια βήμα-βήμα κατασκευή, που επιχειρεί να συνταιριάξει τα αταίριαστα. Κάτι παρόμοιο έκανε ο Zappa με τους Mothers στα sixties, το επιχείρησε και ο Alex Harvey στην Αγγλία στα seventies με τον δικό του τρόπο – αυτή τη θεατρική διάσταση, εννοώ, στο άσμα, που το συνδέει με κάτι το ανατρεπτικό στους ήχους και τα λόγια. Εντάξει, να μην παρεξηγηθώ, δεν συγκρίνω τους Melt Mountain με τους προαναφερομένους, όπως δεν γίνεται να συγκρίνεις τους Beatles μ’ ένα σημερινό γκρουπ, που επιχειρεί να κάνει ποπ τραγούδια, όμως η βάση, μια κάποια βάση τέλος πάντων, παραμένει ίδια.
Δεν είναι εύκολο, ως ποπ άλμπουμ, το “Superfetish”, παρότι έχει μέσα και μερικά κάπως πιο γραμμικά, πιο συμβατικά κομμάτια, που τυγχάνει να είναι και τα καλύτερα –τα καλύτερα των Melt Mountain– όπως το “Lethargic”, το “Interlude” και το “Leech cities”.
Καταλήγοντας θα έλεγα πως, στην περίπτωσή μας, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ενδιαφέρον συγκρότημα, που θα χρειαστεί κάτι ακόμη (σε ηχογράφηση εννοώ), προκειμένου να πείσει 100% για τις προθέσεις του.
Πατάω λίγο φρένο δηλαδή, αλλά από την άλλη αφήνω το αμάξι να τσουλήσει…
Επαφή: www.inner-ear.gr
 

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ αφιέρωμα στον Σταύρο Κουγιουμτζή

Το νέο τεύχος τού Μετρονόμου, το υπ’ αριθμόν 63, περιέχει μεγάλο αφιέρωμα (40 σελίδες) στον Σταύρο Κουγιουμτζή (1932-2005). Όπως έχουμε τονίσει κι άλλες φορές τα αφιερώματα αυτού του τύπου λειτουργούν πάντα και πολύ καλά. Και γιατί αναδεικνύουν ένα πρόσωπο (ξανά, και ξανά, και ξανά –no problem– αν μιλάμε για τον απέραντο Σταύρο Κουγιουμτζή) και γιατί δίνουν την ευκαιρία σε όλους μας, παλαιότερους και νεότερους, να ξανακούσουμε τις τραγουδάρες αυτού του μοναδικού συνθέτη (ενίοτε και στιχουργού), ανάλογες των οποίων ούτε γράφτηκαν ποτέ, ούτε πρόκειται να ξαναγραφτούν.
Σκέφτομαι ώρες-ώρες πως ο Σταύρος Κουγιουμτζής είχε «κάτι», ένα τραγουδοποιητικό καλούπι εννοώ, που δεν το είχε κανένας συνάδελφός του – κι αυτό τον κάνει αυτομάτως πολύ μεγάλο, σχεδόν μέγιστο, για να μην πω… απολύτως μέγιστο. Ίσως δηλαδή να είναι και ο μεγαλύτερος όλων, ως τραγουδοποιός, για τον εξής απλό λόγο. Κανείς, ποτέ, δεν μπόρεσε να γράψει τραγούδια σαν αυτά που έγραψε ο Κουγιουμτζής. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε επιγόνους. Κι αυτό είναι ένα… φαινόμενο! Υπάρχουν διάφοροι συνθέτες που έγραψαν στο στυλ του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, ακόμη και του Σαββόπουλου κ.λπ. Και έγραψαν καλά ή και πολύ καλά τραγούδια, όχι τρίχες (θυμάμαι π.χ. τον Ηλία Ανδριόπουλο). Κανείς, όμως, δεν μπόρεσε ποτέ να γράψει κάτι στο ύφος τού «σέβεντις» κυρίως Κουγιουμτζή, που να στέκει, που να τον θυμίζει, που να έχει κάτι από τη δική του σφραγίδα.
Δεν μπορεί κανείς να πει τι ήταν αυτό, που οδηγούσε τον Κουγιουμτζή να γράφει αυτά τα απίστευτα τραγούδια. Το ταλέντο του σίγουρα. Τι άλλο όμως; Ο Κουγιουμτζής τιμούσε και αγαπούσε όλα τα γνωστά είδη του ελληνικού τραγουδιού – και το ελαφρό, για να το πούμε απλά, και το λαϊκό και το ρεμπέτικο και το δημοτικό, ενώ γνώριζε και μελετούσε από θέση ισχύος και την κλασική μουσική. Η δε παιδεία του ήταν ευρεία – και το γεγονός ότι μπορούσε να συνομιλεί επί ίσοις όροις με τους ποιητές της Θεσσαλονίκης π.χ. είναι και αποδεικτικό της ιδιαίτερης και μοναδικής-μοναχικής περίπτωσής του. Ακόμη, και εν αντιθέσει με πολλούς συναδέλφους του, ο Κουγιουμτζής είχε τη δύναμη, τον τρόπο, την ανάγκη –πείτε το όπως θέλετε– να εμφανίζεται τις νύχτες σε μαγαζιά ως πιανίστας, μαέστρος κ.λπ. τεστάροντας, πάνω στη βράση τα τραγούδια του. Εντάξει, δεν ήταν ο μόνος, αλλά ακόμη και αυτό το γεγονός τον βοήθησε, νομίζω, να διαμορφώσει το αισθητικώς «αλάνθαστο» προφίλ του.
Για όλα αυτά, και για άλλα περισσότερα γράφουν στον Μετρονόμο οι Θανάσης Συλιβός, Μαρία Κουγιουμτζή (η αδελφή του), Μιχάλης Μπουρμπούλης, Μάνος Ελευθερίου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο μακαρίτης Άκος Δασκαλόπουλος (παλαιό κείμενο), ακόμη ο Γιώργος Νταλάρας, ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Ηλίας Κατσούλης (RIP) κ.ά.
Από ’κει και πέρα ο Μετρονόμος προσφέρει και τη υπόλοιπη ύλη του, που είναι πάντα ενδιαφέρουσα. Ανάμεσα, μια συνέντευξη του Λουκά Θάνου, που επανεμφανίζεται με τραγούδια μετά από χρόνια –εγώ, πέρα από το άλμπουμ με τον Ξυλούρη, θα θυμάμαι πάντα την «Αναστροφή» του από τα eighties–, επίσης συνεντεύξεις με τον στιχουργό Δημήτρη Λέντζο, τον τραγουδοποιό κ.λπ. Χρίστο Τσιαμούλη, τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον μπουζουξή Παναγιώτη Στεργίου, ένα δικό μου κείμενο για τις ηχογραφήσεις της Οπτικής Μουσικής/ Κωστή Δρυγιανάκη (2CD, κασέτα) και άλλα διάφορα…
Πολύ γεμάτο τεύχος, για ακόμη μια φορά.
Επαφή: www.metronomos.gr
  

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 30

27/6/2017
Μερικά συγκροτήματα τα έχω συνδέσει από χρόνια με το καλοκαίρι. Ίσως επειδή μπορεί να τα πρωτάκουσα καλοκαίρι – όχι πως δεν τ’ ακούω και τις υπόλοιπες εποχές. Ένα τέτοιο, διαχρονικά αγαπημένο, γκρουπ είναι οι Grass Roots.
Τους έχω πολύ ψηλά. Υπήρξαν στα σίξτις κορυφαίοι, έχοντας φοβερά τραγούδια σε κάθε δίσκο τους. Καταπληκτικές ενορχηστρώσεις, φωνητικά, παιξίματα, τα πάντα. Σήμερα δεν ακούω από τους καινούριους να τους αναφέρουν – που την έχουν πέσει στα συγκροτήματα από τις συνοικίες του… Corpus Christi και αγνοούν τραγουδάρες όπως τα “Midnight confessions”, “Lovin’ things”, “Things I should have said. Άσε το “Let’s live for today”, άσε το “I’d wait a million years”… Ίπτασαι…

27/6/2017
Η Ελληνοφρένεια είναι ένα γελοίο πρόγραμμα. Όπως γελοία είναι το Ράδιο-Αρβύλα, το Αλ Τσαντίρι και ό,τι άλλο περνιέται για τηλεοπτική «σατιρική εκπομπή». Η τηλεόραση θα ήταν κατά τι καλύτερη δίχως αυτές τις αηδίες. Και δίχως άλλα πολλά βέβαια... 

27/6/2017
Τώρα πίνω κάτι Μπυρόνια (ίσως η ωραιότερη φτηνή μπύρα που κυκλοφορεί – πολύ αψιά, δύσκολα πίνεις ένα ποτήρι μονορούφι), αλλά βασικά... δροσίζομαι όταν θυμάμαι τη Skol, μάλλον την πρώτη μπύρα που είχα δοκιμάσει, παιδί ακόμη, στα μέσα του ’70.

26/6/2017
Καθώς άκουγα τα gospel blues του Blind Willie Johnson το απόγευμα θυμήθηκα το μεγαλύτερο θρησκευτικό τραγούδι που γράφτηκε στα σίξτις, το “Pride of man” του Hamilton Camp, που αποθέωσαν οι Quicksilver Messenger Service στο πρώτο LP τους. Το τραγούδι μπορεί να είναι επηρεασμένο από τους μύθους της Αποκάλυψης, αλλά μπορεί να ιδωθεί και αλληγορικά, καθώς η προφητική δύναμή του και το νόημά του (περί ύβρεως) διασχίζει τις εποχές φθάνοντας στο τώρα… “Shout a warning to the nations that the sword of God is raised”… ΓΚΡΑΒΕΝΙΤΗΣ – CIPOLLINA…
 

26/6/2017 
Τελικά, το να βγει κανείς στις αγορές είναι το πιο εύκολο πράγμα. Υπογράφει πλεονάσματα 2% μέχρι το 2060 (αν έχουν γίνει μέχρι τότε κανα-δυο παγκόσμιοι πόλεμοι δεν τρέχει τίποτα…) και ξαφνικά να τα επιτόκια δανεισμού (για το 10ετές), που ήταν σχεδόν απαγορευτικά έως πρότινος, να πέφτουν στα επίπεδα του 2009 (πριν μπούμε στα μνημόνια δηλαδή) και… ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Τι κι αν έχουμε χρέος 180%, τι κι αν δεν μας δίνει ο Ντράγκι το QE, τι κι αν η ανεργία είναι 40 ή 50% (κανείς δεν μπορεί να τη μετρήσει), τι κι αν υπάρχουν capital controls… στις αγορές θα βγούμε.
Δεν είναι ηλίθιες οι αγορές να χάσουν τέτοιο κελεπούρι, όπως είναι η Ελλάδα. Ο καλύτερος πελάτης τους ήμασταν και θα ξαναγίνουμε. Όλοι θα βοηθήσουν, θέλω να πω, ώστε το νέο αφήγημα της «δηθεναριστεράς» να ευοδωθεί το ταχύτερο δυνατόν. 

26/6/2017
Οι συμβασιούχοι σκουπιδιάρηδες έχουν πολλά δίκια – για να μην πω πως έχουν μόνο δίκια. Δεν ξέρω αν υπάρχουν σκουπιδιάρηδες στις δομές των δήμων, που ενώ προσλήφθηκαν για την καθαριότητα επάνδρωσαν γραφεία κ.λπ. και το παίζουν «αφεντικά», όμως τούτοι εδώ που βγαίνουν στους δρόμους είναι εντελώς απαραίτητοι, όσο και σκληρά εργαζόμενοι, και τίποτα άλλο πέραν την μόνιμης και σωστά αμειβομένης εργασίας δεν τους ταιριάζει. Η γελοία κατάσταση που αποκαλείται «συμβασιούχος», όταν αφορά σε δουλειές όχι περιστασιακές αλλά διαρκείς, πάγιες όπως τις λένε, θα πρέπει να εκλείψει δια παντός.
Μόνιμες προσλήψεις τώρα για όλους, για να τελειώσει η ιστορία.
Εντάξει, εντάξει, να ρωτήσουμε και τον Γιούνκερ πρώτα, τον Τουσκ, τον Ρέγκλινγκ και όλους αυτούς τους λεμέδες… 

24/6/2017 
Στην πύλη τ' Αδριανού κοντά στου Μακρυγιάννη… Κολεξιόν του Γιάννη Γαλάτη (1970).

24/6/2017 
Η λέξη «μαρή» είναι γελοία και όπου τη διαβάζω μπλοκάρω εκείνον που τη γράφει… νοητικώς.
Η λέξη «μωρή» είναι ντροπιαστική και για ’κείνη που τη δέχεται και για ’κείνον που την εκστομίζει.
Την απευθύνουμε, δε, με απόλυτη φειδώ και μόνο σε πάρα πολύ σοβαρές περιπτώσεις. 

24/6/2017 
Πολύ βλακώδης ιστορία αυτή με τους Smiths (του Will ντε), που μαζεύουνε σκουπίδια από τις παραλίες των Αντίπαξων. Τι θέλουν τώρα να παραστήσουν και τι ακριβώς θέλουν να προβάλλουν μ’ αυτό που κάνουν (και δημοσιεύουν); Εντάξει… καταλάβαμε… Πουλάνε φτηνή οικολογία.
Οι Αντίπαξοι είναι ένα ερημονήσι με μετρημένους στα δάχτυλα (χεριών τε και ποδιών) μόνιμους κατοίκους, που αποκλείεται να μολύνεται απ’ αυτούς. Ούτε βεβαίως από τους ελάχιστους τουρίστες, που αποφασίζουν να περάσουν από το Γάι στο νησάκι.
Οι Smiths μαζέψανε τα σκουπίδια που πετάνε οι «φίλοι» τους οι σκαφάτοι, που αλωνίζουν το Ιόνιο και βρωμίζουνε τις θάλασσες με τα κάθε λογής σκ@τ@ τους, που αναγκαστικά ξεβράζονται και σε ερημικές ακτές, στις οποίες δεν μπορείς να πας εύκολα (παρά μόνον από θάλασσα).
Να το λέμε αυτό, γιατί ο καθένας μπορεί να σκέφτεται ό,τι να ’ναι… 

23/6/2017 
Δηλαδή όλες αυτές οι… προοδευτικές δεξιάτζες, τα ρετάλια του Φρίντμαν και του Φουκουγιάμα, που την πέφτουν στους νυν κοψοχέρηδες του ΣΥΡΙΖΑ (Κραουνάκης κ.λπ.), τι θέλουν να παραστήσουν; Πως έβλεπαν μπροστά; Πως αντιλαμβάνονταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ξεπουλούσε την παρτίδα, ου μην αλλά και την πατρίδα (ok), και πως θα έτρωγε εκεί όπου έφτυνε; Γιατί, δηλαδή, εκείνοι που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ νόμιζαν πως συμμετείχαν σε καμμιάν… επανάσταση και πως έπεσαν από τα σύννεφα, όταν ο Σόιμπλε ζητούσε capital controls πριν εκείνα επιβληθούν; Έτσι πιστεύουν αυτοί οι τυχάρπαστοι τζουτζέδες;
Ρε άιντε από ’κει πέρα με τους μασκαράδες, που, ενώ κατέκλεψαν, φαλίρισαν και ξεπούλησαν τα πάντα, πιάσανε τώρα αλα μπρατσέτα έως και τον Άδωνι για να μετατραπούν με μιας σε… πολιτικούς οραματιστές και σε κήνσορες της ηθικής!! 
Μείον 25% το ΑΕΠ στο διάστημα 2008-2015 κι έχουν το θράσος να μιλάνε...

JOHN BOORMAN “DELIVERANCE” [ε.τ. OTAN ΞΕΣΠΑΣΕ Η ΒΙΑ] το οικολογικό θρίλερ από το 1972, με την εντυπωσιακή americana μουσική, που παραμένει αγέρωχο και επίκαιρο 45 χρόνια μετά

Καθέναν από ’μας τον έχουν σημαδέψει μερικές ταινίες. Κάποια φιλμ μέσα στα χρόνια, που μπορούν και ξεκλειδώνουν άφατα αισθήματα, που, ποιος ξέρει πώς, κρύφτηκαν βαθιά μέσα μας και ξεμυτίζουν όποτε τους δίνεται ευκαιρία. Έτσι κάπως ένοιωσα πρόσφατα, ξανά, μια ανάταση ψυχής και στο τέλος ένα καθαρτήριο άδειασμα, βλέποντας για τέταρτη φορά αυτή την εκπληκτική ταινία τού Τζον Μπούρμαν (ζει, στα ογδόντα τέσσερά του – να ’ναι καλά ο άνθρωπος), που 45 χρόνια μετά δεν έχει χάσει ούτε ίχνος από τη λυτρωτική δύναμή της.
Το Όταν Ξέσπασε η Βία –ωραία αν και κάπως πεζή, μα πραγματική, ελληνική απόδοση του πρωτότυπου Deliverance (δηλ. Απελευθέρωση, Απολύτρωση)– το είδα για πρώτη φορά, στα μέσα του ’80 στην τηλεόραση, λίγο πιο μετά σε βίντεο, στις αρχές του 2002 στο σινεμά, στο Τριανόν και πριν λίγο καιρό, ξανά, σ’ ένα Blu-ray της Warner Home Video. Κάθε φορά και κάτι διαφορετικό, αλλά πάντα το ίδιο συναρπαστικό!
Το Deliverance βγήκε στην Αμερική (ήταν μια παραγωγή της Warner Bros) τον Ιούλιο του ’72, ενώ τη σεζόν 1972-73 προβλήθηκε και στην Ελλάδα, με μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ήταν εξάλλου μια ταινία που έδωσε στίγμα σ’ εκείνη την εποχή (μαζί με άλλες φυσικά), καθώς είχε προταθεί για τρία Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Editing), ασχέτως αν τελικά δεν της δόθηκε κανένα – κάτι, μάλλον, αναμενόμενο…
Ο Μπούρμαν ήταν ένας κλασικός βρετανός σκηνοθέτης, που είχε γυρίσει το 1965 μια ταινία μέσα στο πνεύμα της Μπητλμάνιας, το Catch Us If You Can με πρωταγωνιστές όχι τους Beatles (αυτούς τους είχε παραλάβει ο Ρίτσαρντ Λέστερ), αλλά τους Dave Clark Five. Το φιλμ αν και δεν ήταν κακό, πιθανώς μάλιστα να ήταν καλύτερο και από το Help!, δεν στάθηκε ικανό να κρατήσει τον Μπούρμαν στην πατρίδα του. Και καλύτερα δηλαδή, γιατί το βρετανικό σινεμά στο δεύτερο μισό του ’60, μετά την επανάσταση του free cinema, είχε αρχίσει να παραπαίει και κινηματογραφιστές με αληθινό ταλέντο δεν είχαν άλλη επιλογή από το να την κάνουν για το Χόλλυγουντ. Ο Μπούρμαν δεν ήταν ο μόνος.
Οι δύο επόμενες ταινίες του Ο Επαναστάτης του Αλκατράζ (με τον Λη Μάρβιν) και  το Δυο Λιοντάρια στον Ειρηνικό (φοβερή ταινία, πάλι με τον Μάρβιν και τον Τοσίρο Μιφούνε) του έδωσαν πολλά καλλιτεχνικά bonus, παρότι εισπρακτικά η δεύτερη πάτωσε. Πίσω στην Αγγλία, γυρίζει τον Λέοντα τον Έσχατο (1970) με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και ξανά στο Χόλλυγουντ, το 1972 για το απίστευτο Όταν Ξέσπασε η Βία, που θα γνωρίσει παγκόσμια και τεράστια επιτυχία. Και καλλιτεχνική και εμπορική, αφού κόστισε 2 εκατομμύρια δολάρια κι έφερε πίσω 46(!), όπως διαβάζουμε στη wiki.

Η συνέχεια εδώ…

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

οι TRICOOLORE παίζουν world jazz και προέρχονται από την Κύπρο

Η world jazz, εκείνη την οποία… φάγαμε με το κουταλάκι στα nineties, εξακολουθεί να υφίσταται και, γιατί όχι, να σε παρασύρει στους δαιδαλώδεις δρόμους της. Με μια διαφορά όμως, που μπορεί να είναι και άκρως σημαντική. Δηλαδή είναι. Δεν έχει επάνω της, πια, τα «φώτα της δημοσιότητας». Και αυτό είναι καλό, δηλαδή πολύ καλό. Σημαίνει, κατ’ αρχάς, την ύπαρξη μουσικών και συγκροτημάτων, που δεν εκκινούν από κάποια μόδα ή συνταγή επιτυχίας, αλλά από τη βαθιά ανάγκη να υπάρξουν στο χώρο με τέτοιου τύπου μουσικές, πέραν των εφήμερων προσκολλήσεων. Προσωπικά, αυτό το μετράω πάρα πολύ. Κι είναι ένα, οπωσδήποτε, πρώτο μεγάλο «συν». Ένα δεύτερο «συν» είναι η δυνατότητα να επεξεργάζεσαι και να αφομοιώνεις ό,τι σου πάει μέσα από μια, πλέον, πολυετή παράδοση στο συγκεκριμένο ύφος, δημιουργώντας τις δικές σου θέσεις και απόψεις. Από τη στιγμή κατά την οποία δεν υπάρχει, δηλαδή, κυρίαρχη συνταγή, νοιώθεις οπωσδήποτε πιο ελεύθερος και άρα πιο ειλικρινής όσον αφορά όλα εκείνα που επιθυμείς να παρουσιάσεις. Τούτο το… ακούμε στους TriCoolOre, ένα κυπριακό συγκρότημα, το οποίο αποτελούν οι Νίκος Δούκας μπάσο, Άγγελος Δούκας ακουστικό, ηλεκτρικό πιάνο, ακορντεόν και Βασίλης Βασιλείου ντραμς. Δίπλα σ’ αυτούς τους τρεις υπάρχει, συχνά, κι ένας τέταρτος, ο τρομπετίστας Παντελής Στόικος, ενώ σε επιμέρους κομμάτια συμβάλλουν οι κιθαρίστες Δημήτρης Λάππας και Τάκης Μπαρμπέρης.
Ηχογραφημένο στο στούντιο SIERRA στην Αθήνα (να υπενθυμίσουμε, απλώς, πως οι TriCoolOre είχαν εμφανιστεί και στο περσινό 16ο Athens Technopolis Jazz Festival) το World Without Words [Private, 2017] είναι βασικά ένα CD… μεγάλων συνθέσεων.
Οι κύπριοι μουσικοί είναι καταπληκτικοί, καθώς χωρίς πολλά-πολλά, απλώς και μόνο με τη δύναμη και την πληρότητα του ταλέντου τους καταφέρνουν να πουν τα πάντα. Και να ενώσουν ηχητικά την Ανατολή με τη Δύση, που είναι από τα βασικά προτάγματά τους, και να μπορέσουν πάνω σ’ αυτή τη γραμμή, που πολλοί την έχουν τραβήξει μέχρι το άπειρο, να τοποθετήσουν σεμνά και ταπεινά και κυρίως δημιουργικά τους εαυτούς τους. Με συνθέσεις όπως η “Waterfall” ή η “Recollections” –αν και κακώς ξεχωρίζω κάτι, από ένα άλμπουμ που έχει πλήρη ενότητα και μόνο φοβερά κομμάτια– οι TriCoolOre μάς παρουσιάζονται ως ένα γκρουπ πραγματικά υψηλών προδιαγραφών, που γνωρίζει όχι μόνο να παρουσιάζει σπουδαία δικά του tracks, αλλά και να χειρίζεται, να χειρίζονται τα μέλη του δηλαδή, με τρόπο τέλειο ηχοχρώματα, που σπανίως τα συναντάς στην ελληνική δισκογραφία να ίπτανται σε τέτοια αισθητικά ύψη (και μιλάω για το ηλεκτρικό πιάνο πρώτα-πρώτα).
Κλάσης άλμπουμ.

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

BLIND WILLIE JOHNSON ένα tribute με αξία από την Alligator, για τον θρύλο των θρησκευτικών blues

Πέρυσι κυκλοφόρησε από την Alligator ένα πράγματι δυνατό άλμπουμ. Εμείς θα πούμε τώρα λίγα λόγια, με κάποια καθυστέρηση δηλαδή, αν και ποτέ δεν είναι αργά, όταν είναι να γράψεις για δίσκους τέτοιας δυναμικής, που έχουν «από τη μάνα τους» μιαν αναντίρρητη και αυταπόδεικτη αξία.
Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Ένα tribute στον Blind Willie Johnson (1897-1945) τον θρύλο τραγουδοποιό τού θρησκευτικού blues (ήταν ευαγγελικός), που επηρέασε με τα τραγούδια του (“Dark was the nightcold was the ground”, “John the Revelator”, “Lord I just cant keep from cryingκ.λπ.) κόσμο και κοσμάκη από τα sixties και μετά.
Ο Blind Willie Johnson έζησε λίγο, μόλις 48 χρόνια, και ηχογράφησε, ό,τι ηχογράφησε, επίσης σε ελάχιστα χρόνια – από το 1927 έως το 1930. Πολλά πράγματα για τη ζωή του δεν είναι γνωστά, όμως όταν «ανακαλύφθηκε» κι αυτός στο δεύτερο μισό του ’50, μέσω μιας έκδοσης που είχε επιμεληθεί ο Samuel B. Charters για την Folkways (1957), τα τραγούδια του άρχισαν να ακούγονται περισσότερο και να γνωρίζουν διασκευές καθ’ όλη τη διάρκεια των sixties (Leon Bibb, Geoff Muldaur, Davy Graham, John Renbourn, John Hammond, Blues Project, Grateful Dead, Captain Beefheart, Ten Years After…), κάτι που συνεχίστηκε φυσικά έως και τις μέρες μας.
Το τραγουδιστικό στυλ του Blind Willie Johnson ήταν σφόδρα επηρεασμένο από τα gospel, ενώ το slide παίξιμό του στην κιθάρα εντάσσεται στο κλασικό ύφος του country blues (π.χ. κοντά σ’ εκείνο του Blind Lemon Jefferson). Η θεματολογία, επίσης, ήταν εκείνη που έκανε διακριτά τα τραγούδια τού Blind Willie, καθώς σε αυτά εξέφραζε πραγματικά μύχιες ή και μεταφυσικές έσω καταστάσεις, μ’ έναν βαθιά συναισθηματικό σχεδόν εκστατικό και συντριμμένο ψυχικά τρόπο. Τούτο, φυσικά, εκτιμήθηκε σφόδρα στην πορεία και κάπως έτσι τα τραγούδια του έφθασε να επηρεάζουν τους πάντες, ακόμη και τώρα (άκου π.χ. σύγχρονες versions από White Stripes και Bill Frisell μέχρι Govt Mule και Nick Cave).
Συνήθως πίσω από τέτοια projects, όπως το παρόν God Dont Never Change, The Songs of Blind Willie Johnson [Alligator/ AN Music, 2016] βρίσκεται πάντα κάποιος άνθρωπος, που θα κινήσει τα νήματα, που θα βρει τους καλλιτέχνες, που θα τρέξει και θα εμψυχώσει γενικώς – κι έτσι κι εδώ ο άνθρωπος αυτός υπάρχει και λέγεται Jeffrey Gaskill. Για να πω την αλήθεια το επώνυμο “Gaskill” δεν μου έλεγε απολύτως τίποτα και αν δεν διάβαζα στο πολύ καλό booklet πως ο ίδιος ήταν πίσω και από το “The Gospel Songs of Bob Dylan”, που είχε βγει από την Columbia το 2003, δεν θα μπορούσα να κάνω με τίποτα μια κάποια σύνδεση. Τέλος πάντων… αυτά μικρή σημασία έχουν. Αν και ίσως δεν έχει εντελώς μικρή σημασία το γεγονός πως ο Gaskill δεν ήξερε τίποτα για τον Blind Willie μέχρι το 2002 (το λέει ο ίδιος, και είναι προς τιμήν του), παρότι πολλά τραγούδια του τα γνώριζε από «τρίτους». Εν πάση περιπτώσει ο Gaskill δούλεψε καλά για χρόνια, και όχι χωρίς ζόρια, μέχρι να χτυπήσει την πόρτα του Iglauer (το αφεντικό της Alligator), ίνα δει τον κόπο του «ζωντανό» σ’ αυτό το ultra περιποιημένο CD.
Έντεκα από τα πιο γνωστά blues του Blind Willie Johnson αποδίδονται λοιπόν εδώ από πάρα πολύ γνωστούς έως και απλώς γνωστούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα, φανερώνοντας, κατ’ αρχάς, κάτι σημαντικό, πως η μεγάλη λαϊκή τραγουδοποιία των twenties (και των thirties κ.λπ.) παραμένει ζωντανή στην Αμερική, και ακόμη πως χώρες σαν και τη δική μας, με ανάλογη (απλώς ανάλογη) αριστουργηματική μουσική από την ίδιαν εποχή, βρίσκονται ακόμη στην κοσμάρα τους. Πού είναι ένα ανάλογο ελληνικό πρότζεκτ για τον Σωτήρη Γαβαλά ή για τον Ανέστη Δελιά; Θα περιμένουμε δεκαετίες ακόμη…
Από τις versions πάνω στα αθάνατα τραγούδια του Blind Willie Johnson ξεχωρίζω εκείνες του Tom Waits στα “The soul of a man” και “John The Revelator” (μόνο ο Captain Beefheart θα τα έλεγε καλύτερα), ενώ από κοντά τοποθετώ τα “Its nobodys fault by mine” και “God dont never change” με την Lucinda Williams (τι φωνάρα διατηρεί αυτή η γυναίκα ακόμη!), καθώς και το “Mothers children have a hard time” με τους Blind Boys of Alabama. Επίσης το “Keep your lamp trimmed and burning” από τον Derek Trucks και την Susan Tedeschi. Μερικές εκδοχές δεν με αγγίζουν και τόσο, παρότι το έχουν σε επάρκεια το gospel στοιχείο, καθώς ακούγονται κάπως… εκκωφαντικές (το “Trouble will soon be over” με τη Sinead OConnor π.χ.), ενώ ορισμένες άλλες δεν πείθουν και τόσο για την «κόλασή» τους, όπως το “Dark was the nightCold was the ground” με την Rickie Lee Jones. Άλλες πάλι έχουν ένα ποπ/ροκ επίχρισμα που επίσης δεν μου μοιάζει και τόσο συμβατό με την τραγουδοποιία τού Blind Willie –αλλά ok–, όπως ας πούμε η εκδοχή των Cowboy Junkies στο “Jesus is coming soon”.
Σε γενικές γραμμές το “God Dont Never Change” είναι ένα αρκετά καλό και δυνατό tribute (ας είναι καλά ο Τομ και η Λουσίντα πρώτα-πρώτα), αν και σ’ αυτές τις περιπτώσεις εγώ θα πω το κλασικό.
Όσοι διαβάζουν λοιπόν αυτές τις γραμμές ας ψάξουν ν’ ακούσουν πρώτα τα πρωτότυπα τραγούδια τού Blind Willie Johnson και μετά ας περάσουν μια βόλτα και από τις versions. Έτσι, μόνον, το κέρδος θα είναι πολλαπλό.
 

ΚΥΜΑ ένα περιοδικό Λόγου και Τέχνης

Καινούριο, Α4, ασπρόμαυρο βασικά περιοδικό που λέγεται Κύμα έχω στα χέρια μου, την ύλη του οποίου σχεδιάζουν οι ποιητές Γιώργος Δάγλας, Τζούτζη Μαντζουράνη και Άκανθος.
Πρώτο τεύχος, λοιπόν, βασικά με ποιήματα νέων και λιγότερο νέων ποιητών, και ακόμη με κείμενα (κριτικά, παρουσιάσεις ή και διηγήματα) και φωτογραφίες. Το στήσιμο είναι συμπαθητικό, για ανεξάρτητη προσπάθεια, και φυσικά μπορεί να γίνει καλύτερο. Βεβαίως το ποίημα, γενικώς, από την κατασκευή του και τη διαρρύθμισή του δεν βοηθάει πάντα στο στήσιμο ενός περιοδικού, αλλά νομίζω πως στην περίπτωση του Κύματος χωρούν βελτιώσεις. Επίσης πρέπει να προσεχθεί να μην κόβουν τα κείμενα οι φωτογραφίες, γιατί, έτσι, καθίσταται δύσκολη η παρακολούθησή τους, π.χ. στη σελίδα 25. Τι υπάρχει εκεί στη σελ.25, αλλά και στην 24, την 26 και την 27; Μια πολύ ενδιαφέρουσα μεταφρασμένη συνέντευξη του γερμανού θεατρικού συγγραφέα, μυθιστοριογράφου κ.λπ. Peter Handke στην εφημερίδα (Die) Zeit. Λέει κάπου ο Handke (που εικονίζεται και στο εξώφυλλο):
«Την σήμερον ημέρα γράφει ο καθένας άκοπα και παίρνει το γερμανικό βραβείο βιβλίου, και βλέπω αμέσως πως πρόκειται για σαχλαμάρες. Το γεγονός πως σήμερα γράφουν όλοι σκέφτομαι, μερικές φορές, πως είναι και δικό μου φταίξιμο. Είχαν δει τότε εμένα, από φωτογραφίες μου στο Princeton και τέτοια, και θα σκέφτηκαν. Αν το μπορεί αυτός ο χαμένος, το μπορώ κι εγώ. Για μένα όμως το να γράφω είναι ένα βίαιο ταμπού, μια θρασύτητα! Μια σιωπηρή αυθάδεια».
Πέραν λοιπόν των ποιητών που συμμετέχουν στην έκδοση (τα ονόματα των οποίων τα βλέπετε και στο εξώφυλλο) και πέραν της συνέντευξης του Handke, να σημειώσουμε το κείμενο τής Ελένης Κουρμαντζή για τον ελληνοεβραίο ποιητή, μελετητή και μεταφραστή από τα Γιάννενα Γιωσέφ Ελιγιά, καθώς και το ανάλογο (του Ηλία Μέλιου) για τον πατρινό ποιητή Χρίστο Λάσκαρη.
Καλή προσπάθεια, που αξίζει να συνεχιστεί.
Επαφή: www.kyma.online, kyma.periodiko@gmail.com, τηλ. 6984 351831

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

PUTA VOLCANO stoner ελληνικό, που ρίχνει στ’ αυτιά σε πάμπολλα ξένα

Οι Puta Volcano (Έλληνες είναι) έχουν άλλα δύο άλμπουμ στη δισκογραφία τους, οπότε το τρίτο τους, το Harmony of Spheres [Iota5 Records, 2017], δείχνει κάτι όχι αυτονόητο. Πως το συγκρότημα ζει και υπάρχει, βγάζοντας δίσκους και κυρίως… βασιλεύει, καθώς το όλον «πακέτο» είναι πάρα πολύ καλό (ανεξαρτήτως της οποίας μικρής ή μεγαλύτερης επιτυχίας του – τους ευχόμαστε βεβαίως το καλύτερο).
Η μπάντα είναι τετραμελής και αποτελείται από την Luna Stoner φωνή και ακόμη τους Alex Pi. κιθάρες, Steven Stefanidis ντραμς και Bookies μπάσο. Το ύφος τους; Ένα stoner παρακλάδι, με σκόρπια «σκληρά» και early 90s ροκ στοιχεία, με τις κιθάρες μπροστά, βεβαίως με τα φωνητικά σε πρώτο πλάνο επίσης, μα πάνω απ’ όλα με τις μεστές και σωστά απλωμένες συνθέσεις τους, που κυλάνε πειστικά και με άνεση. Θα το ξαναπώ…
Είναι, πράγματι, εντυπωσιακό πόσο έχουν προχωρήσει τα ελληνικά γκρουπ. Και κυρίως πόσο εύκολα πια «δένουν» τον ήχο τους. Είναι η ενασχόληση με τη μουσική από τις μικρές ηλικίες, τα μουσικά σχολεία, τα ακούσματα, η τριβή στο πάλκο και στα στούντιο, το ταλέντο (λίγο ή περισσότερο); Όλα αυτά μαζί. Η εποχή, δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία περί τούτου, έχει τα περισσότερο «καλά» ελληνικά συγκροτήματα από οποιαδήποτε άλλη τού παρελθόντος. Μπορεί οι αιχμές να μην αγγίζουν συχνά-συχνότατα το «πολύ υψηλό», το «άλλο», το «αληθινά διαφορετικό», και εν πάση περιπτώσει να είναι πολύ περιορισμένες, αλλά, από την άλλη, είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσεις μέτρια ή αδιάφορα συγκροτήματα – όπως εντόπιζες σε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες.
Οι Puta Volcano πάντως είναι γκρουπάρα, για να μην παρεξηγούμαστε. Το “Harmony of Spheres”είναι εξαιρετικό CD/LP και τραγούδια σαν τα “Jovian winds” και “Moebius” δεν τα βρίσκεις ούτε στα καλύτερα συγκροτήματα του είδους. Κάτι Kyuss εννοώ και κάτι Queens of the Stone Age…

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

WILD ROCKET κορίτσια της γκαραζοψυχεδέλειας

Οι Wild Rocket είναι ένα 5μελές γκαραζοψυχεδελικό (ας το πούμε έτσι) γυναικείο γκρουπ από την Αδελαΐδα (Αυστραλία), έχοντας ηχογραφήσει έως σήμερα δύο άλμπουμ. Το “Salad Days” το 2011 και το Daisy Dream το 2014. Αυτό το δεύτερο άλμπουμ τους κυκλοφορεί, τώρα, από τη γνωστή μας (ελληνική) G.O.D. Records σ’ ένα CD 100 μόλις αριθμημένων αντιτύπων, δίνοντάς μας την ευκαιρία να σταθούμε σ’ αυτό το πολύ καλό γκρουπ, που πατώντας πάνω σε απλές (κι έτσι πρέπει να ’ναι) συνταγές ξέρει να δίνει σωστά τραγούδια.
Μάλιστα, οι Wild Rocket δεν είναι ένα τυπικό αναβιωτικό σχήμα. Έχουν ήχο σημερινό και επιρροές που ξεφεύγουν από το garage-psych, οδεύοντας και προς την pop, το folk, την μπαλάντα κ.λπ. (οι Rolling Stones τoυ δεύτερου μισού των sixties είναι πάντως μια βασική αναφορά). Κυρίως τα κορίτσια ξέρουν να γράφουν ωραία τραγούδια, με αρχή, μέση και τέλος, τα οποία υποστηρίζουν εξ ίσου δημιουργικά με τις φωνές και τα όργανά τους. Από τα δέκα κομμάτια του CD τους τα οκτώ είναι πρωτότυπα και τα δύο versions – εκτός κι αν μου ξέφυγε και κανα τρίτο. Η πρώτη διασκευή αφορά στο “Hes not far” των Pandoras (πιθανώς πολλοί να θυμούνται αυτό το εξαιρετικό γυναικείο garage γκρουπ από τα αμερικάνικα eighties), το οποίο οι Αυστραλές δεν το λένε τόσο «νευρικά», αλλά κάπως πιο συγκρατημένα, χωρίς όμως να το αλλοιώνουν. Πολύ καλές είναι δε και στην άλλη version στο πασίγνωστο “Im not like everybody else” των Kinks, το οποίο υποστηρίζουν με δύναμη και τόλμη. Από ’κει και κάτω είναι βεβαίως τα δικά τους κομμάτια, τα οποία επίσης ξεχειλίζουν από μελετημένο και σωστά τοποθετημένο rock, όχι στη λογική του 2λεπτου-3λεπτου, αλλά σ’ εκείνη του 3λεπτου-4λεπτου, που σημαίνει πως υπάρχει ο «χώρος» ώστε και οι μελωδίες να αναπτυχθούν και τα σόλι να διατρέξουν τη διαδρομή που πρέπει. Από τα ωραιότερα τραγούδια τού “Daisy Dream” είναι η ροκ-μπαλάντα “Clearlight”, που έχει ωραία αρμονική φωνητική επεξεργασία (The Mamas and the Papas style) κι ένα πλήκτρο(;) με τον ήχο της μελόντικας, που διατρέχει το κομμάτι απ’ άκρη σ’ άκρη, δίνοντάς του έναν νοσταλγικό αέρα. Ξεχωρίζει επίσης το πιο καθαρόαιμο garage-punkYear of the snake” και το περισσότερο… ψυχεδελικό “Daisy dream”, που κλείνει το άλμπουμ.
Επαφή: www.godrecords.blogspot.com
  

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

YOUN SUN NAH – ERIC SCHAEFER δύο CD της ACT Music + Vision

YOUN SUN NAH: She Moves On [ACT 9037-2, 2017]
Δεν ξέρω αν γεμίζει το κενό από το προηγούμενο άλμπουμ της στην ACT (το “Lento” του 2013), όμως και αυτό το CD της Youn Sun Nah έχει πράγματα να δώσει και βεβαίως να διατρανώσει. Βασικά, το γνωστό και αναμενόμενο. Πως η Νοτιοκορεάτισσα είναι «αηδόνι», με φοβερές φωνητικές/εκφραστικές δυνατότητες. Είναι αυτό που λέμε, δηλαδή, μια «τέλεια τραγουδίστρια». Η φωνή της είναι εντυπωσιακή χωρίς φτηνά να εντυπωσιάζει. Ολοκάθαρη, ολοστρόγγυλη, με έκταση, με χρώμα, με εκπληκτική άρθρωση και καταλήξεις… τα ’χει όλα στο τσεπάκι της. Και όταν λέμε «όλα» εννοούμε όλα. Δικά της κομμάτια και των συνεργατών της, ποπ, ροκ, φολκ, τα πάντα. Όλα τα προσαρμόζει στις δικές της (μεγάλες) δυνατότητες και, χωρίς, το ξαναλέω, να εντυπωσιάζει με… ψεύτικες κορδέλες, δίνει ένα άλμπουμ ολοκληρωτικά δικό της. Βεβαίως, οι ενορχηστρώσεις και οι μουσικοί που συμμετέχουν (ο Jamie Saft που χειρίζεται όλα τα πλήκτρα, ο Brad Jones που παίζει κοντραμπάσο, ο ντράμερ Dan Rieser, ο άσσος Marc Ribot στις κιθάρες συν τα έγχορδα, δύο βιολιά, βιόλα, βιολοντσέλο) προσφέρουν πολλά, όμως… όμως… τίποτα απολύτως δεν θα συνέβαινε χωρίς τη φωνή τής Youn Sun Nah.
Εδώ, λοιπόν, την ακούμε να τραγουδά, εκπληκτικά, το ξαναλέω, δικά της τραγούδια και ακόμη Lou Reed, Paul Simon, Joni Mitchell, Jimi Hendrix, Fairport Convnetion, “Black is the color of my true loves hair”, τζαζ στάνταρντ και άλλα με απίστευτη άνεση, δίχως ποτέ να παρεκκλίνει από το υψηλό και το… ανήκουστο.
Δεν έχω κάτι άλλο να πω γι’ αυτή την τραγουδίστρια. Αν και θα προτιμούσα ένα άλμπουμ με καινούρια (δικά της και άλλων) τραγούδια, δεν υπάρχει περίπτωση, ακούγοντας το “She Moves on”, να μη συμφωνήσεις πως ακόμη και τις versions, όταν ερμηνεύονται από την Youn Sun Nah, είναι σαν να τις ακούς για πρώτη φορά.
 
ERIC SCHAEFER: Kyoto mon Amour [ACT 9835-2, 2017]
Ντράμερ είναι ο Γερμανός Eric Schaefer, με καλή δισκογραφία στην ACT και με κάποιο παρελθόν (εκτός ACT), για το οποίο έχουν γίνει αναφορές και στο δισκορυχείον. Στο παρόν CD ο Schaefer πράττει κάτι πρωτότυπο. Έχοντας επισκεφθεί την παλαιά, αυτοκρατορική πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, το Κυότο, κι έχοντας συγχρωτιστεί με ανθρώπους, εμπλακεί σε καταστάσεις και μελετήσει την τοπική ιστορία, επιστρέφει στην πατρίδα του και ηχογραφεί στο Βερολίνο ένα άλμπουμ εις ανάμνησιν όλων όσων έζησε στη μακρινή χώρα της Ανατολής. 
Το “Kyoto mon Amour” δεν είναι ένα τζαζ άλμπουμ με τη στενή έννοια, και ενδεχομένως να μην είναι ούτε και με την πλατιά. Περιέχει κατά βάση μουσικές φολκ ενδιαφέροντος, που αποδίδονται από ένα μικρό σχήμα –ένα κουαρτέτο–, το οποίο αποτελούν οι: Kazutoki Umezu κλαρίνο & μπάσο κλαρίνο, Naoko Kikuchi κότο, John Eckhardt μπάσο και Eric Schaefer ντραμς. Οι συνθέσεις, τώρα, αν και όλες ενός κάποιου ιαπωνικού προφίλ (που άλλοτε φτάνει πολύ βαθιά, και άλλοτε μένει στους τίτλους), δεν είναι πάντα γραμμένες από Ιάπωνες. Από τα 11+1 tracks του CD τα επτά ανήκουν στον Schaefer, τρία είναι ιαπώνων συνθετών, ένα προέρχεται από το OST της ταινίας «Χιροσίμα Αγάπη μου» του Αλέν Ρενέ (μουσική: Georges Delerue & Giovanni Fusco) και ένα, το bonus, είναι μια διασκευή σε μια παβάνα του Ravel.
ΤoKyoto mon Amour” είναι ένα ιδιόμορφο άλμπουμ, προφανούς θα έλεγα ιαπωνικότητας – ακόμη και όταν αυτή (η ιαπωνικότητα) δεν προβλέπεται να είναι τόσο προφανής.

Η ACT Music + Vision εισάγεται στην Ελλάδα από την AN Music

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 29

22/6/2017
>>Η κυρία Σοφία, 47 ετών και μητέρα τριών κοριτσιών, που κατέβηκε στη διαδήλωση με πλακάτ στον λαιμό, ανέλαβε να συνοψίσει γιατί η κυβέρνηση της χώρας έχει τα μαύρα της τα χάλια: «Τα κορίτσια μου πάνε σε ιδιωτικό σχολείο και τα πάμε μόνο σε ιδιώτες γιατρούς. Γιατί εγώ να πληρώνω φόρους για το παιδί του διπλανού που δεν έχει λεφτά; Εγώ αγωνίζομαι για τα δικά μου παιδιά».<<
Αυτή η ανοησία δεν είναι τωρινή. Είναι παμπάλαια. Είναι η βάση του νεοφιλελευθερισμού, και κάτι τέτοια τα έλεγε ο Μίλτον Φρίντμαν στα σέβεντις. 
Από συνέντευξή του στο περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ της αμερικάνικης πρεσβείας (τεύχος 17, Φθινόπωρο 1975) υπό τον τίτλο «Ισότητα – Εχθρός της Ελευθερίας;»:
«Δεν υπάρχει “κοινωνία”, που να μπορεί να προσφέρει οτιδήποτε. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι. Αυτό που εννοείτε (σ.σ. απαντάει σε άλλον) είναι ότι μερικοί πολίτες θα πρέπει να πληρώνουν για τη διατήρηση της υγείας των άλλων (σ.σ. πράγμα που το θεωρεί ανελεύθερο!)».
Βασικά, εκείνο που έθετε ο καθηγητής τού Πανεπιστημίου του Σικάγου ήταν η εξασφάλιση ενός κατωτέρου εισοδήματος για τους φτωχούς (ίσα-ίσα για να μην πεθαίνουν από την πείνα – τα λέει και ο Μάνος κάτι τέτοια) και από ’κει και πέρα η δυνατότητα να απολαβαίνεις (από παιδεία και υγεία, μέχρι ταξίδια και λοιπές υλικές απολαύσεις) ανάλογα με το πόσα έχεις ή βγάζεις.

22/6/2107
Πριν μερικές μέρες (11 Ιουνίου) πέθανε, στα 67 του, ο ρουμάνος ντράμερ του free-improv Corneliu Stroe. Εντάξει, εδώ πέρα δεν πρόκειται ν’ ασχοληθεί κανείς, αλλά, αφού το έμαθα, ας πω δυο λόγια.
Ο Stroe ήταν μέλος της μπάντας του πιανίστα Harry Tavitian κι είχε ηχογραφήσει μαζί του για την Leo Records, του Ρώσου Leo Feigin στα έιτις (εκεί είχαν βγει και δίσκοι του Σάκη Παπαδημητρίου ως γνωστόν). Stroe και Tavitian είχαν εμφανιστεί μαζί με τον Φλώρο Φλωρίδη στα 90s, στο Ιάσιο, στη Ρουμανία, ενώ Φλωρίδης και Tavitian είχαν εμφανιστεί και στην Αθήνα, στη γιορτή για τα 600 τεύχη του περιοδικού ΑΝΤΙ (την άνοιξη του ’96). Δεν θυμάμαι αν ήταν μαζί τους και ο Stroe…

21/6/2017
Tο «Πίσω απ’ τη Βιτρίνα» (1981) είναι ένας από τους καλύτερους ελληνικούς δίσκους της δεκαετίας του ’80. Αν και δεν είμαι «παπαδοπουλικός» ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε μερικούς από τους καλύτερους λυρικούς στίχους του στην πρώτη πλευρά του άλμπουμ, καθώς στη δεύτερη οι στίχοι ήταν κοινωνικοπολιτικοί και ανήκαν στον Κώστα Τριπολίτη. Μουσικές βεβαίως από τον Γιώργο Χατζηνάσιο και τραγούδι από τον Γιάννη Κούτρα. Από την πλευρά του Τριπολίτη είναι το τραγούδι που ακούμε…
Ο τύπος που το ανέβασε «σκότωσε» το βίντεό του μ’ αυτή την άθλια φωτογραφία. Δυστυχώς δεν υπάρχει άλλο στο YouTube. Το τραγούδι έχει ελάχιστα views μέσα σε 3 χρόνια. Ντροπή...

19/6/2017
Η ηλεκτρονική γραφειοκρατία είναι ασυζητητί πιο οργουελική από τη συμβατική. Πρόκειται για ένα τρομοκρατικό σύστημα, που μπορεί να σε εκμηδενίσει και να σε ισοπεδώσει ψυχολογικά από τη μια στιγμή στην άλλη.
Τη συμβατική απλώς την αντιπαθούσα, αυτήν τη σιχαίνομαι.

17/6/2017
Και ο Κουρής κάτι τέτοιες αρλούμπες γράφει...
(πριν 10 μέρες)