Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

ΜΠΑΜΠΗΣ ΛΑΣΚΑΡΙΣ το αγγλόφωνο ελληνικό ροκ στη δεκαετία του ’80 – κριτική σ’ ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε προσφάτως

Συγγραφέας είναι, βασικά, ο Μπάμπης Λάσκαρις –τουλάχιστον ως συγγραφέας θα κριθεί εδώ– με το Noise Full of Love: Το αγγλόφωνο ελληνικό ροκ στη δεκαετία του ’80 [Τυφλόμυγα, Μάρτιος 2017] να αποτελεί το δεύτερο μουσικό βιβλίο του (τον ευχαριστώ για το πρόμο αντίτυπο που μου έστειλε και βεβαίως για την αφιέρωση). Να υπενθυμίσω πως το πρώτο μουσικό βιβλίο τού Λάσκαρι ήταν το Punk: Η ιστορία μιας επανάστασης στις εκδόσεις οξύ, το 2007. Το λέω αυτό για να δείξω πως ο Λάσκαρις είναι «ειδικευμένος» στις μουσικές από το πανκ και μετά, κάτι που φαίνεται όχι μόνο από τους τίτλους και τα περιεχόμενα και του πιο τελευταίου βιβλίου του, αλλά και από τα κενά, που εμφανίζει ως μουσικοσυγγραφέας στην περιγραφή-αξιολόγηση και των ελληνικών eighties.
Ο Λάσκαρις επιχειρεί να δει «επιστημονικά-κοινωνιολογικά» το θέμα των αγγλόφωνων ελληνικών ροκ eighties και αυτό κάνει το βιβλίο του βαρετό σ’ ένα μεγάλο βαθμό. Μπορεί το ανάγνωσμα να παίρνει καλό βαθμό ως… διδακτορικό, αλλά ως μιαν αφήγηση, που αφορά βασικά στο… μη-πανεπιστημιακό κοινό θα αντιμετωπίσει ζόρια. Εγώ είμαι της γνώμης πως ο συγγραφέας, γενικά το λέω αυτό, πρέπει να γνωρίζει ποιο είναι το κοινό του – πού απευθύνεται. Αν θέλει το κοινό του να είναι οι πανεπιστημιακοί ας διανείμει το πόνημά του εκεί και ας αφήσει την αγορά να ασχοληθεί με τα πιο… λαϊκά αναγνώσματα. Το να βγάζει κάποιος ένα… επιστημονικό σύγγραμμα μιλώντας όχι για τις νομολογίες του Συμβουλίου Επικρατείας π.χ. αλλά για τους Last Drive και τον Λάμπρο Τσάμη νομίζω –η γνώμη μου είναι αυτή– πως κάπου έχει χάσει τον μπούσουλα.
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν από ένα και μόνο απλό ξεφύλλισμα του βιβλίου τού Λάσκαρι είναι πολλά. 
Κατ’ αρχάς τι σημαίνει «αγγλόφωνο ελληνικό ροκ»; Το ροκ στην Ελλάδα των eighties είτε αγγλόφωνο είτε ελληνόφωνο στο ίδιο κοινωνικό καζάνι έβραζε. Ο Λάσκαρις νομίζει, για να το πω χοντρά, πως αγγλόφωνο ροκ άκουγαν οι… εξεγερμένοι και ελληνόφωνο οι συμβιβασμένοι. Αυτά είναι αστειότητες βεβαίως – και για μένα ένας διαχωρισμός τέτοιου τύπου είναι χαμένος από χέρι. Ας το παραβλέψουμε, όμως, αυτό.
Όταν διαβάζεις στον τίτλο του βιβλίου «το αγγλόφωνο ελληνικό ροκ στη δεκαετία του ’80» περιμένεις να γίνεται λόγος, εντός, για πολλές και διαφορετικές μπάντες. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ο Λάσκαρις επιλέγει κάποια ονόματα μόνον, και γύρω απ’ αυτά αρθρώνει ένα λόγο. Ποια είναι αυτά τα ονόματα; Οι Last Drive, οι Sex Beat από το Ηράκλειο της Κρήτης, που είχαν βγάλει μόνο κασέτες και στους οποίους έπαιζε ο ίδιος ο συγγραφέας(!), οι No Mans Land, ο R.R. Hearse (Λάμπρος Τσάμης), οι Anti Troppau Council και οι South of No North, ενώ στη γενικότερη κουβέντα συμμετέχουν ο Πέτρος Κουτσούμπας (Πήγασος, ΑΝ) και ο Χρήστος Δασκαλόπουλος.
Ο Λάσκαρις, προφανώς, θεωρεί ως αντιπροσωπευτικά αυτά τα ονόματα, για τα αγγλόφωνα ελληνικά rock eighties, και άρα περιττεύει κάθε άλλη αναφορά σε… πολυεθνικά γκρουπ τύπου Sharp Ties και Scraptown, σε γκρουπ σαν τους Magic de Spell και τους FMQ, στα γκρουπ της CVR και της Creep, στα συγκροτήματα του ελληνικού «μετάλλου» ή σε γκρουπ που δεν τα ήξερε ούτε η μάνα τους όπως οι Plasis π.χ. (πού τους θυμήθηκα;). Αλλά, ας το προσπεράσουμε κι αυτό και να δούμε τι γράφεται μέσα στο βιβλίο πλέον. Εδώ θα παραθέσω συγκεκριμένα χωρία-σημεία και όπου κρίνω θα τα σχολιάζω.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«Κύριος άξονάς μας θα είναι συνεπώς το αγγλόφωνο ανεξάρτητο ροκ, μια και είναι αυτό που δείχνει να έχει πάρει οριστικά διαζύγιο από τα κυρίαρχα ρεύματα των μουσικών δρωμένων στην Ελλάδα. Αντίθετα το ελληνόφωνο “ροκ” ούτε και τόσο ανεξάρτητο είναι, ούτε και αντιτίθεται συμπαγώς στη μουσική κατάσταση του τόπου – με εξαίρεση ίσως το σινγκλάκι των Clown και τις πασίγνωστες Τρύπες».
Εδώ, σ’ αυτή την παράγραφο, φαίνεται όλο το μύθευμα, για να μην γράψω η ασχετοσύνη και το βαρύνω, κάτω από το οποίο είναι γραμμένο το βιβλίο.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως υπάρχει και αγγλόφωνο ελληνικό ροκ που δεν ήταν ανεξάρτητο (σαν εκείνο των Sharp Ties π.χ.) και που ήταν, μάλιστα, και πολύ επιτυχημένο. Αλλά, το να ηχογραφείς για πολυεθνική και να σε γουστάρει ο λαός αντιβαίνει με το μύθευμα τού… underground και τού… έξω από τα κυρίαρχα ρεύματα. Επίσης, ο Λάσκαρις όταν μιλάει για ελληνόφωνο «ροκ» τοποθετεί το ροκ μέσα σε εισαγωγικά(!), για να δείξει πως το ελληνόφωνο δεν είναι, στην πραγματικότητα, ροκ και πως σε κάθε περίπτωση είναι κάτι πολύ συμβιβασμένο! Ναι! Και κάπως έτσι εξαιρεί τους Clown και τις Τρύπες, ενώ δεν εξαιρεί τους Εν Πλω και τη Λευκή Συμφωνία π.χ. Τους δε Φατμέ και Μουσικές Ταξιαρχίες, που βγάλανε δυο-τρία από τα σημαντικότερα ροκ άλμπουμ στην Ελλάδα του ’80, φοβάμαι πως ο Λάσκαρις ούτε που θα καταδέχεται να τους πιάσει στο στόμα του.
«… και από την άλλη, η αποτυχία δημιουργίας του κατάλληλου υποβάθρου για καθαρό ροκ στην Ελλάδα, έστρεψε τη δίψα του κοινού σχεδόν αποκλειστικά στα ξένα συγκροτήματα».
Ο όρος, ας τον πω έτσι, «καθαρό ροκ» είναι τελείως αποπροσανατολιστικός, κοινώς μπαρούφα. Ας μας πει ο Λάσκαρις τι σημαίνει «καθαρό ροκ», ώστε να ξέρουμε κι εμείς τι ν’ ακούμε και να μην την πατάμε με το... ακάθαρτο των Χωρίς Περιδέραιο και των Μωρών στη Φωτιά.
“TOP OF THE WORLD, MA!” (το κεφάλαιο για τους Last Drive)
Ο Λάσκαρις παραθέτει εδώ μια συνέντευξη των Last Drive, που δόθηκε στο περιοδικό Μικρό Παρά Πέντε το 1986. Το να καθίσουμε τώρα και να σχολιάσουμε μια συνέντευξη του ’86 δεν το βρίσκω και τόσο σώφρον – αν και θα πρέπει να πούμε πως το interview έχει μέσα πολλές υπερβολές (κι αυτός είναι ένας κομψός χαρακτηρισμός). Θα μείνω όμως σε μια κουβέντα, που για μένα αποτελεί διαχρονική βλακεία.
Λένε κάπου οι Last Drive: «Παλιότερα το ροκ στην Ελλάδα πιστεύω ότι δεν είχε πολύ τσαμπουκά».
Δεν ξέρω τι σημαίνει η λέξη «τσαμπουκάς» στο ροκ και αν συνδέεται με το «κάνω ό,τι μου κατέβει», «δε δίνω λογαριασμό σε κανέναν», «τους γράφω όλους στ’ αρχίδια μου» και τέτοια. Πάντως εγώ τα τσαμπουκαλεμένα συγκροτήματα δεν τα γουστάρω να τα βλέπω live. Μ’ ενοχλούν αισθητικώς κατ’ αρχάς. Ενώ, αν ο «τσαμπουκάς» βγαίνει και στα λόγια τότε, περαιτέρω, τα βαριέμαι ή και τα σιχαίνομαι και ως ακροάματα (οίκαδε). Και γι’ αυτό το λόγο δεν γουστάρω σχεδόν καθόλου το χιπ-χοπ. Γιατί έχει έναν κακώς εννοούμενο τσαμπουκά, που για μένα είναι εντελώς απωθητικός. Πάντως, δίσκους των Last Drive, για να το ξεκαθαρίσω, έχω –τους δύο πρώτους– και τους θεωρώ «διαμάντια» για τα ελληνικά eighties και καθόλου τσαμπουκαλίδικους. Δεν ξέρω… μπορεί να γίνανε μετά τσαμπουκάδες…
Ο Alex K. λέει, πάντως, ασυνάρτητα πράγματα και πολύ πιο μετά. Από μεταγενέστερη συνέντευξη, του 2007, διαβάζουμε:
«Πιστεύω ότι ήταν θέμα χρονικής συγκυρίας ότι γεννηθήκαμε σε ένα πρώιμο μετα-μεταπολιτευτικό περιβάλλον ας πούμε, και είχαμε απενοχοποιήσει το fun του rock nroll, ενώ πριν ήταν η παλιά γραμμή της παραδοσιακής Αριστεράς, για το “ξενόφερτο rock” που ήταν καταδικαστέο».
Αυτά τα θέματα τα έχουμε αναλύσει δεκάδες φορές στο δισκορυχείον. Το απενοχοποιημένο fun, που είχαν τα συγκροτήματα του ’60, όπως οι Forminx, οι Charms με τον Μάικ Ροζάκη, οι Cinquetti και δεκάδες άλλα δεν το απέκτησαν ποτέ οι Last Drive και τα γκρουπ του ’80. Αφήνω το γεγονός πως οι Cinquetti είχαν συνεργαστεί με τον Μάνο Λοΐζο πριν τη χούντα, που ήταν «λαμπράκης» και «παραδοσιακή αριστερά».
Τα κολλήματα που έχουν πολλοί στο κεφάλι τους, ακόμη και σήμερα, σε σχέση με το ροκ, στην Ελλάδα, είναι εξοργιστικά. Πόσω μάλλον όταν νομίζουν κιόλας πως απ’ αυτούς ξεκίνησε το… απενοχοποιημένο ροκ.
Να πω επίσης πως το βιβλίο σε μπερδεύει ενίοτε με τα τριών ειδών εισαγωγικά που χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα  (>> <<, « », “ ”), καθώς κάποιες φορές δεν καταλαβαίνεις αμέσως αν αυτά που διαβάζεις τα λέει ο Λάσκαρις ή κάποιος άλλος. Αλλά κι αυτό μικρή σημασία έχει, γιατί όποιος και να λέει ασυνάρτητα πράγματα, άμα τα διαβάζεις σ’ ένα βιβλίο, το ίδιο κάνει.
Από το ίδιο πάντα κεφάλαιο (με δικά μου εισαγωγικά και με δικά μου bold) μερικές ατάκες, τώρα, που μας πάνε πίσω στα αλήστου μνήμης «Ροκ Ημερολόγια»:
«Μου φαίνεται ότι ο κόσμος ξαφνικά σχεδόν άρχισε να φοβάται το ελληνικό ανεξάρτητο ροκ. Άρχισε να φοβάται το μήνυμά του, το πάρε τη ζωή σου στα χέρια σου».
«…το στοιχείο αυτό της ανατροπής υπήρχε συνυφασμένο στον καθημερινό αγώνα για ύπαρξη, που έδιναν τα καθαρά ροκ συγκροτήματα».
«Όλο το νόημα εκπηγάζει από την κατανάλωση εγγυημένων προϊόντων και όχι από την ουσία της ‘υπόσχεσης ζωής’ που καταθέτουν τα ανεξάρτητα ροκ συγκροτήματα».
«Ήταν το αγγλόφωνο, ήταν πάντα στη γωνία, λόγω περιορισμένης εξάπλωσης».
«Όταν είσαι στην Ελλάδα περιμένεις πολλά από έναν πολύ μικρό τόπο και αυτό σε κάνει νευρικό και σε απογοητεύει».
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΗΓΑΣΟ ΣΤΟ GAGARIN: ΑΓΑΠΗ ΕΠΙΜΟΝΗ ΚΑΙ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ
Στο κεφάλαιο αυτό μιλάει ο Πέτρος Κουτσούμπας, που επίσης λέει ανιστόρητα πράγματα:
«Στην Ελλάδα δυστυχώς επειδή η καλύτερη περίπτωση του ροκ συνέπεσε με τη χούντα των συνταγματαρχών, παρέμεινε τρομερά περιθωριακό. Λόγω του ότι η κοινωνική κριτική που ασκούσε η Αριστερά ήταν πιο πολύ ‘θέμα διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας’ – οι κομμουνιστές ήταν πιο συντηρητικοί από τους φιλελεύθερους αστούς, μπορεί πολιτικά να ζητάγανε πιο πολλή δημοκρατία, όσον αφορά όμως την καθημερινότητα, τον καθημερινό τρόπο ζωής και την αντίληψη του ανθρώπου σαν ένα ον το οποίο χρειάζεται ελευθερία για να ζήσει και μια διαφορετική σχέση με την κοινωνία, είχανε μια συντηρητικότητα η οποία είχε να κάνει τότε με τη Σοβιετική Ένωση, με τον σοβιετικό άνθρωπο κ.λπ. Αυτό δημιουργούσε στους ροκάδες ένα τεράστιο πρόβλημα, διότι από τη μεν χούντα καταδιώκονταν –τους κόβανε τα μαλλιά, τους λέγανε τεντυμπόυδες, τους περιορίζανε, τους κατηγορούσανε για ναρκομανείς και για άρρωστους– από τη δε μεριά του επαναστατικού κινήματος, που διεκδικούσε μεγαλύτερες ελευθερίες στη χώρα αντιμετωπίζονταν τρομερά καχύποπτα σαν απόβλητα: αμερικάνικος τρόπος ζωής δηλαδή – Αριστερά μας έλεγε Αμερικανάκια και η  Δεξιά μας μπουντρούμιαζε».
Κατ’ αρχάς σ’ ένα βιβλίο για τα eighties θα έπρεπε να αποφεύγονται τέτοιες κουβέντες, που αφορούν παλιότερες δεκαετίες. Δεύτερον, αυτά που αντέγραψα παραπάνω δεν έχουν ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα. Το ροκ δεν παρέμεινε «τρομερά περιθωριακό» επί χούντας, καθώς ακουγόταν από το κρατικό ραδιόφωνο και προβαλλόταν (το ελληνικό) από την τηλεόραση. Όλα τα σχετικά και τα λιγότερο σχετικά έντυπα γράφανε τότε για τους Beatles, τον Hendrix, τους Deep Purple κ.λπ. Όλοι αυτοί έκαναν εξώφυλλα σε περιοδικά, ενώ οι δίσκοι τους κυκλοφορούσαν ελεύθερα στη χώρα. Πόθεν «περιθωριακό» λοιπόν;
«Η κριτική που ασκούσε η Αριστερά ήταν πιο πολύ ‘θέμα διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας’». Τι λέει ο άνθρωπος; Αγνοεί πως η Αριστερά τότε ήταν παράνομη (όταν δεν ήταν φυλακισμένη και εξορισμένη); Για ποια «πολιτική εξουσία» μιλάει, όταν εκλογές δεν φαίνονταν στον ορίζοντα ούτε με το κιάλι; Και πού κολλάνε τώρα οι κομμουνιστές; Ορισμένοι νομίζουν πως άλλη δουλειά δεν είχαν οι κομμουνιστές να κάνουν επί χούντας, παρά να συκοφαντούν το ροκ! Πληροφορώ τον Κουτσούμπα πως οι κομμουνιστές μια χαρά τα λέγανε τότε (επί χούντας), όταν είχαν κάτι να πουν επί του θέματος – εκείνοι που λέγανε βλακείες ήταν οι δεξιοί και «φιλελεύθεροι αστοί», που γράφανε στα περιοδικά και τις εφημερίδες, μεταδίδοντας τα τραγούδια στο ραδιόφωνο λες και ήταν... άλογα κούρσας. Νούμερο ένα, νούμερο δύο, νούμερο τρία… Τώρα κατά πόσον η Δεξιά μπουντρούμιαζε τους ροκάδες… εδώ σηκώνω ψηλά τα χέρια. Παραδίνομαι! Τέτοιες κουταμάρες θα ντρεπόταν να τις ξεστομίσει ακόμη και ο… θείος Μαστ.
ΟΙ NO MANS LAND, Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, Η ΡΟΚ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ Η «ΨΥΧΕΔΕΛΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ»
Γράφει κάπου ο Λάσκαρις:
«Μια και μιλήσαμε όμως ήδη για τις οικονομικές παραμέτρους του ροκ, και πριν παραθέσουμε την αφήγηση του Βασίλη Αθανασιάδη για τον πρώτο κύκλο της πορείας του συγκροτήματος, καλό θα ήταν να έχουμε κατά νου μια φράση του Κώστα Σφακιανάκη, ντράμερ των Sex Beat και της Σάρκας: “Όλο το ροκ είναι ψυχεδελικό”. Κι αυτό μου φαίνεται ότι αληθεύει, τόσο στις πρόβες κάθε συγκροτήματος, όπου κυριαρχεί κάποτε το συναίσθημα ή κάποιες σκέψεις ή κάποια μυστηριώδης ροή αδρεναλίνης, όσο και στις συναυλίες, όπου η επιτέλεση…»... και λοιπά, και λοιπά…
Κανένα σχόλιο δεν έχει νόημα να γίνει σ’ αυτές της ασυναρτησίες, όπου όλο το ροκ χαρακτηρίζεται ως «ψυχεδελικό», καθώς η αδρεναλίνη και η επιτέλεση και... μπλα, μπλα, μπλα. 
Ευτυχώς εμφανίζεται κάπου ο Αθανασιάδης και διαβάζεις και κάποια σωστή κουβέντα στο βιβλίο:
«Υπάρχει μια κοινωνική αντιπαράθεση στο ροκ, αλλά δεν έχει σχέση με το μύθο του: δεν έχει σχέση με επαναστατικές ιδέες(…) δεν είναι όντως μία επαναστατική πράξη, όπως θέλουνε να την παρουσιάζουνε».
Φυσικά, και το να παίζεις μουσική δεν σημαίνει πως πράττεις κάποια επαναστατική πράξη, ούτε κάθε συγκρότημα που μπορεί να παίζει «ψυχεδελικό ροκ», οπουδήποτε στον πλανήτη, σήμερα, σχετίζεται με κάποιο είδος μουσικού underground (τουλάχιστον με την έννοια που είχε το underground στα sixties). Η Τέχνη δεν άλλαξε ποτέ την κοινωνία, ούτε προκάλεσε, ούτε επιτάχυνε ποτέ επαναστατικές διαδικασίες. Μπορεί να εξέφρασε εκ των υστέρων την επανάσταση (δες σοβιετική πρωτοπορία στη δεκαετία του ’20 π.χ.), αλλά ακολούθησε αυτής (της επανάστασης) δεν προηγήθηκε.
Αυτή η προσγείωση δεν αρέσει, φαίνεται, στο Λάσκαρι, ο οποίος μοιάζει να «κατηγορεί» τους No Mans Land, που έκαναν απλώς το κέφι τους, χωρίς να βαυκαλίζονται πως θα άξιζε ν’ αλλάξουν την κοινωνία μέσω της μουσικής τους. Γράφει:
«Βλέπουμε εδώ στην αφήγηση του Βασίλη, ότι φαινομενικά και ίσως ακόμη περισσότερο ουσιαστικά, οι No Mans Land τείνουν πολύ περισσότερο προς την καθαρή μουσική συνιστώσα του ροκ, παρά προς εκείνες τις παραμέτρους που θα μπορούσαν να θεωρηθούν κοινωνικές ή τουλάχιστον να εκτιμηθούν σαν τέτοιες».
Ο R.R. HEARSE ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΤΟΥ ΘΟΡΥΒΟΥ
Ο R.R. Hearse (Λάμπρος Τσάμης) είναι φίλος, αλλά εδώ πέρα λέει κάτι που… πάει πολύ:
«Πλέον (σ.σ. σήμερα) δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον ρόκερ και τον τυπικό μουσικό. Εκείνη την εποχή όμως το ροκ ήτανε ένα είδος αντι-μουσικής. Δε στόχευε στη δημιουργία μιας μουσικής κατάστασης, αλλά πιο πολύ στην ουσία της διοχετευμένης ενέργειας».
Για κάτσε ρε Λάμπρο! Ποτέ το ροκ δεν ήταν αντι-μουσική. Πού το είδες αυτό γραμμένο; Επειδή εσύ έκανες τότε τα σώου σου, βγάζεις συμπεράσματα γενικώς για το ροκ βάσει των δικών σου και μόνον αντιλήψεων-παραστάσεων; Πολύ υπερφίαλο δεν είναι αυτό; Δηλαδή θα έπρεπε κάποιος να ήταν άσχετος ως μουσικός (να μην ήξερε δηλαδή να παίξει ούτε ένα ακόρντο στην κιθάρα) και απλώς να «διοχέτευε ενέργεια» για να γράψουμε για «ροκ», ενώ έναν άλλον που θα γνώριζε επαρκώς το όργανό του και που θα έφτιαχνε σοβαρά τραγούδια θα τον απορρίψουμε; Αν είναι δυνατόν! Να μη γυρίσουν τώρα τα πόδια και βαρέσουν το κεφάλι!!
ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ: ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
«Και οι περισσότεροι στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρονται για το ροκ γιατί δεν τους το επιτρέπει η καθημερινότητά τους. Δέχονται τα εύκολα επειδή αυτό το πράγμα [το καθαρό ροκ] είναι underground, δεν μπορεί να το βρει ο άλλος εύκολα. Δεν μπορώ να θεωρήσω με τίποτα ότι είναι ροκ ο Πορτοκάλογλου ή ο Τσακνής ή ο Μαχαιρίτσας – αυτό είναι όμως το mainstream. Αυτό θεωρείται ροκ στην Ελλάδα, αυτό παρουσιάζεται απλόχερα όσο γίνεται, κι έτσι το ακούει ο κόσμος ο περισσότερος, νομίζει ότι αυτό είναι ροκ, και δε θα μάθει ποτέ ότι υπάρχουνε οι τάδε και οι τάδε».
Και ο Δασκαλόπουλος δεν διαφέρει από τους προηγούμενους.
Να βγούνε λοιπόν οι… Jefferson Handkerchief  και να κατηγορήσουν τους Jefferson Airplane, πώς ήταν εκείνοι underground (οι Handkerchief), επειδή ο κόσμος δεν… μπορούσε να τους βρει εύκολα, ενώ τους Jeffersons (που είχαν τραγούδι τους στο νούμερο 5 του Billboard και το χόρευε όλος ο κόσμος το ’67) να τους πούμε… Αμερικάνους Φατμέ και Πορτοκάλογλου… φτύνοντάς τους. Το παράδειγμα, προκειμένου να αντιληφθείτε τις χοντράδες που λένε κάποιοι. Κάποιοι που νομίζουν ότι οι Φατμέ του «Πάλκου» δεν ήταν ροκ και πως ροκ ήταν μόνον οι… Sex Beat!
(Δεν έχω τίποτα με τους Sex Beat, που τους άκουγα στα eighties από κασέτες και ήταν συμπαθείς, αλλά… να είμαστε και λογικοί-να μην είμαστε και πλεονέκτες…).
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ANTI TROPPAU COUNCIL
Κι εδώ μία από τα ίδια…
«Δεν μπορείς να φανταστείς ότι θα τραγουδήσεις στα ελληνικά, τα οποία ήτανε ταυτισμένα[sic] τότε με τον Θεοδωράκη, έστω και με τους Φατμέ, οι οποίοι όλοι για μας ήτανε “ανάθεμα”[sic.
Βαρέθηκα… Κουράστηκα…

Εν κατακλείδι θα έλεγα πως δεν τον καταλαβαίνω τον Λάσκαρι.
Ξόδεψε ένα σωρό χαρτί (το βιβλίο του είναι όμορφο και καλοτυπωμένο παρεμπιπτόντως), για να μας πει τι νομίζει ο ένας κι ο άλλος για το ροκ, καθώς τα 3/4 εκείνων που γράφει είναι αφηγήσεις. Αυτή η… επιστημονική μέθοδος γραφής με στοιχεία «προφορικής ιστορίας» για μένα δεν λειτουργεί (πέραν του ότι είναι η εύκολη λύση για να χριστεί συγγραφέας και η… κουτσή Μαρία) από τη στιγμή που κάποιος ακούει σαν χάνος τι του λένε οι άλλοι, δίχως καμμία διάθεση να παρέμβει, να κοντράρει και εν τέλει να διορθώσει.
Έτσι, όταν και άμα γράψω κι εγώ κανα βιβλίο θα ενδιαφερθώ να πω τι νομίζω εγώ πως είναι ροκ, ελληνικό ροκ κ.λπ. και όχι τι νομίζει ο… Δασκαλόπουλος, ο Ζήλος ή ο Μαχαιρίτσας. Ας βγάλουν κι αυτοί, τέλος πάντων, δικά τους βιβλία και ας τα πούνε μόνοι τους εκεί. Δεν είμαστε εδώ για να δίνουμε το λόγο στον έναν και τον άλλον.
Είμαστε εδώ για να γράφουμε τις δικές μας απόψεις.

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

SATOKO FUJII, WADADA LEO SMITH, NATSUKI TAMURA, IKUE MORI μια συνάντηση κορυφής

Συνάντηση κορυφής έχουμε εδώ. Το τρομερό δίδυμο Fujii-Tamura (για το οποίο γράφουμε τακτικά στο δισκορυχείον), ο θρύλος τρομπετίστας του AACM Wadada Leo Smith και ακόμη η κυρία Ikue Mori, από το ιστορικό νεοϋορκέζικο no wave, τα γκρουπ τού John Zorn και δεκάδες άλλα projects συναντιούνται, εδώ, σε μια ηχογραφική session που έλαβε χώρα τον Νοέμβριο του ’16 στο New Haven του Connecticut. Τι ακούμε στο Aspiration” [Libra Music, 2017]; Απλά πράγματα. Δύο τρομπέτες (Smith-Tamura), ένα πιάνο (Fujii) και τα ηλεκτρονικά της Mori. Ουσιαστικά τέσσερα όργανα δηλαδή, που παίζουν ασυζητητί για περισσότερα. Τούτο είναι προφανές – για όσους γνωρίζουν την πορεία των συγκεκριμένων μουσικών και ιδίως των Ιαπώνων. Δεν λέμε κάτι καινούριο εννοώ. Τόσο τα ηλεκτρονικά, αλλά κυρίως η τρομπέτα του Tamura και το πιάνο της Fujii παράγουν απίστευτα timbre, τα οποία άλλοτε είναι… εξώκοσμα και άλλοτε μοιάζουν με κρουστά (όταν δεν είναι κανονικά). Σ’ αυτή την ιαπωνική ομάδα έρχεται να προστεθεί ο Smith (που έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με την Ikue), προσθέτοντας τα δικά του vibes.
Το άκουσμα είναι οπωσδήποτε προχωρημένο, με πολλά στοιχεία free improvisation, κάτι που χοντρικά είναι αναμενόμενο. Όσο αναμενόμενο και να είναι, όμως, μοιάζει δύσκολο να πεις ποιος, πραγματικά, κάνει εδώ τη διαφορά. Ίσως η Mori να έχει τον πιο «διαβρωτικό» ρόλο, καθώς τα ηλεκτρονικά της, χωρίς να είναι ποτέ ανεξέλεγκτα, δημιουργούν πάντα κάποια ακαθόριστα περιβάλλοντα, με τις δύο τρομπέτες (διακριτές ασυζητητί) να συμβάλλουν πότε υπαινικτικά (Tamura) και πότε μελωδικά (Smith), αφήνοντας στο πιάνο τον πιο δύσκολο ρόλο. Και τον πιο εντυπωσιακό, συγχρόνως, αν σκεφτούμε πως η Fujii χρησιμοποιεί συχνά σκληρές τεχνικές (ογκώδη clusters, σφυροκοπήματα), φέρνοντας στη μνήμη τον Cecil Taylor ας πούμε.
Γενικώς, ισχύει εκείνο που συμβαίνει σε κάθε εγγραφή τούτων εδώ των Ιαπώνων. Ό,τι  ακούς ξέρεις πως παράγεται εκείνη τη στιγμή που το ακούς και πως δεν πρόκειται ποτέ να το ξανακούσεις.
Επαφή: www.satokofujii.com

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 46

29/9/2017
Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΛΑΒΡΑΝΟΥ (περί το 1967-68)
Γεράσιμος τρομπέτα, Χάρης Χαλκίτης μπάσο (πίσω αριστερά), Νίκος Λαβράνος ντραμς... Τους υπόλοιπους τρεις βαριέμαι τώρα να τους ψάξω, αλλά κάποια στιγμή θα το κάνω. Εκτός κι αν με προλάβετε... 

28/9/2017
Αυτή η ιστορία με τις διαδικτυακές αξιολογήσεις, σε τουριστικούς προορισμούς, ξενοδοχεία, εστιατόρια, ακόμη και σε ταινίες κ.λπ. –εκεί όπου ο κάθε πικραμένος μεταφορικά ή κυριολεκτικά μπορεί να γράψει ό,τι του κατέβει… ελεύθερα πάντα– πρέπει να είναι μία από τις μεγαλύτερες ηλεκτρονικές μπαρούφες, γύρω από την οποία απλώνονται πολλά εκατομμύρια. Το παιγνίδι είναι χοντρό και μια «κακή» αξιολόγηση, που μπορεί να είναι και κατευθυνόμενη –ποιος θα ελέγξει την αυθεντικότητα και την αξιοπιστία των κρίσεων;– μπορεί να βάλει λουκέτο σε υγιείς επιχειρήσεις ή να δώσει φτερά σε απατεώνες.
Εγώ προτιμώ να την πατάω, και να λαμβάνω μόνος μου τα μέτρα μου όταν υπάρχει λόγος σοβαρός, παρά να εμπιστεύομαι τις σαχλαμάρες του ενός και του άλλου.

28/9/2017
Σταματάτε ρε να λέτε πως οι καινούριοι δρόμοι μηδένισαν τις αποστάσεις. Δίνετε πάτημα στους ηλίθιους να σκοτωθούνε, και να σκοτώσουν και αθώους ενδεχομένως. Τώρα είναι η ώρα για να πηγαίνουμε πιο σιγά, ώστε ν’ απολαμβάνουμε τις διαδρομές και ν’ ακούμε ήσυχα τις μουσικούλες μας…
 

28/9/2017
ΨΗΛΑ ΤΑ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑΤΑ
Αίθουσα σχολείου στη Σοβιετική Ένωση.
«Μια ξένη γλώσσα είναι ένα όπλο στους αγώνες της ζωής» 
Καρλ Μαρξ
Καλό μάθημα…

27/9/2017
Δεν το λέω με αφορμή δικά μου κείμενα. Και προσωπικά δεν με νοιάζει καθόλου, μα εντελώς καθόλου, το πώς θα αντιμετωπιστούν από το κοινό – αν θα τα έχει εικόνισμα δηλαδή, αν θα σκουπίσει απλώς τον κώλο του (το κοινό) ή κάτι ενδιάμεσο τέλος πάντων. Θέλω να πω, όμως, τι μου τη σπάει, όταν διαβάζω σχόλια στο ιντερνέτ, σε κείμενα άλλων. Και όχι όποιων άλλων, αλλά σε κείμενα κάποιων κατά μίαν έννοια επιφανών.
Κάνει κάποιος ένα κείμενο. Κοπιάζει, όταν κοπιάζει, να γράψει χίλιες πεντακόσιες, δυο χιλιάδες λέξεις, καταθέτοντας απόψεις, επιχειρήματα, συσσωρευμένη εμπειρία εν πάση περιπτώσει, έχοντας κι ένα σκεπτικό. Δημοσιεύεται το κείμενό του στο διαδίκτυο και βλέπεις από κάτω διάφορα «ευγενή» σχόλια, που δε λένε τίποτα ουσιαστικό (προβάλλουν απλώς την αντίθετη ατεκμηρίωτη άποψη), να το ακυρώνουν. Δεν μιλάω για τα υβριστικά, αυτά είναι ούτως ή άλλως απαράδεκτα, αλλά για τα μη υβριστικά. Για ’κείνα που δεν σέβονται τον κόπο και τη δουλειά τού άλλου.
Δεν μπορεί κάποιος με 50 λέξεις να επιχειρεί να ακυρώσει κάτι που γράφεται ή αναλύεται σε 1500. Και είναι ντροπή να σχολιάζεις κάτω από ένα κείμενο ενός ανθρώπου με μια κάποια ιστορία στο στυλ… «είναι λάθος… μπλα, μπλα, μπλα», «δεν είναι έτσι… μπλα μπλα μπλα», «δεν τα λέτε καλά…» ή «δεν τα λες καλά…» κ.λπ.
Έρχεται δηλαδή το κάθε τσουτσέκι, ο κάθε αγράμματος, να κηλιδώσει το κείμενο ενός επιφανούς γραφιά και μάλιστα ακριβώς κάτω από το δικό του κείμενο, χωρίς κανέναν σεβασμό… τουλάχιστον για τον κόπο του άλλου. Εγώ αυτό το θεωρώ μέγα λάθος (των σάιτ).
Οι σοβαρές και… ιστορικές πένες, που εξακολουθούν να τιμούν το γραπτό λόγο και που δεν γράφουν σώνει και καλά για τα μνημόνια, τον Τσίπρα ή τον Τζήμερο (ώστε να έχουν έναν αυτόματο καφενειακό αντίλογο), πρέπει να προστατεύονται όχι μόνο από τα υβριστικά σχόλια, αλλά και από τα «ευγενή», που «αποδομούν», υποτίθεται, με 30 λέξεις.
Φτάνω ορισμένες φορές στα άκρα. Μ’ αρέσουν κείμενα (επιστημονικά, φιλοσοφικά κ.λπ.), είτε συμφωνώ μαζί τους είτε διαφωνώ, που δεν έχουν καθόλου σχόλια από κάτω, ακριβώς γιατί οι σχολιαστές τής πλάκας αλλάζουν δρόμο από την πρώτη κιόλας παράγραφο. Στο διάολο… 

26/9/2017
Τι παίζει με τη Βόρεια Κορέα και με τις απειλές του Τραμπ δεν είναι εύκολο να καταλάβεις. Το πιο πιθανόν είναι ο Αμερικάνος να μπλοφάρει, προκειμένου να πουλήσει σιδερικά σε Νότια Κορέα και Ιαπωνία. Tα ξέρει καλά αυτά τα παιγνίδια… Ντήλερ κανονικός... Το λέει και ο ίδιος εξάλλου…
25/9/2017
Γράφει ο άλλος / η άλλη, δεν έχει σημασία… «σαν σήμερα γεννήθηκε ο Ρομπέρ Μπρεσόν». Σέβομαι Μπρεσόν, αλλά μετά συγχωρήσεως… χεστήκαμε.
Τίποτα που να σου έμεινε από καμιά ταινία του έχεις να μας πεις; 

25/9/2017
Ακροδεξιοί υπήρχαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία και επί κομμουνισμού, φυσικά, αλλά δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι. Τους καθάριζαν σαν αυγά οι... σύντροφοι. Τώρα από την πτώση των «τούβλων του μίσους» έχουν περάσει 28 χρόνια, και μια γενιά ολόκληρη έχει μεγαλώσει σε καθεστώς… δημοκρατίας (ΤΙΝΑ κ.λπ., ξέρετε εσείς) και ουχί κομμουνισμού. Το να λες λοιπόν, σήμερα, ότι οι πρώην κομμουνιστές ψηφίζουν ακροδεξιούς ή νεοναζί σημαίνει πως είσαι ή εντελώς ηλίθιος ή εντεταλμένος χαζοφιλελές.

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

o FRED HERSCH είναι ένας σημαντικότατος, σύγχρονος, τζαζ πιανίστας

Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους, σημερινούς, πιανίστες της jazz, καθώς τυγχάνει καθολικής αναγνώρισης και κάθε εμφάνισή του, κάθε ηχογράφησή του, είναι πάντα ένα σημαντικό γεγονός. Για τον Fred Hersch ο λόγος που είναι επίσης γκέι ακτιβιστής, κάτι που οπωσδήποτε δεν αφορά μόνο στη ζωή του, αλλά και στην τέχνη του και που έχει κι ένα βιβλίο, προσφάτως, σε κυκλοφορία – την αυτοβιογραφία του βασικά, που έχει τίτλο Good Things Happen Slowly: A Life In and Out of Jazz.
Έτσι, και μαζί με το βιβλίο του, ο Hersch είπε να μας ψυχαγωγήσει κιόλας μ’ ένα ακόμη τζαζ σόλο-πιάνο άλμπουμ του (το εντέκατο σόλο του!), το οποίο είναι ηχογραφημένο τον προηγούμενο Απρίλιο στη Σεούλ της Νότιας Κορέας. Όπως λέει και ο ίδιος στο εσώφυλλο:  
«Παίζω τζαζ για περισσότερο από 40 χρόνια και μπορώ να πω ότι η καλύτερή μου φάση είναι όταν κάθομαι μόνος μου απέναντι στο πιάνο και λέω… “άιντε, για να δούμε τώρα τι θα συμβεί”. Έχω ανακαλύψει πως η τζαζ δεν είναι ακριβώς το να παίξεις αυτά που ξέρεις, αλλά μουσικά να πας σ’ εκείνα τα μέρη που δεν έχεις πάει ποτέ».
Αυτή τη βασική αρχή ο Hersch την εφαρμόζει και στο “{open book}” [Palmetto, 2017], είτε παρουσιάζει δικά του κομμάτια, όπως το 20λεπτο “Through the forest”, είτε στις διασκευές του – Benny Golson, A.C. Jobim, Billy Joel και Thelonious Monk, όπως πάντα. Το παίξιμό του έχει μια φινέτσα και μια ιδιοτροπία ταυτοχρόνως, που το κάνει μοναδικό. Χωρίς να είναι γρήγορος, απεναντίας προτιμάει τις μέσες και τις αργές ταχύτητες, o Hersch έχει έναν τρόπο να σε κερδίζει με την ηρεμία του στυλ του, τις «περίεργες» εναλλαγές συγχορδιών, την αρμονική ανάπτυξη των κομματιών του, την άνεσή του να συνθέτει σαν να αυτοσχεδιάζει και τούμπαλιν, το πάθος του στο παίξιμο που δεν είναι συγκρατημένο, αλλά ευγενές.
Το “{open book}” φαίνεται να είναι ένα απλό σόλο άλμπουμ, αλλά παρακολουθώντας το αντιλαμβάνεσαι πως οι διαστάσεις του είναι πολλές και ποικίλες, και ρωμαλέες με τον τρόπο τους – καθορισμένες άπασες από το ταλέντο ενός σημαντικότατου μουσικού.
Επαφή: www.fredhersch.com

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

LAUREN KINHAN φωνή των New York Voices

Γνωστή στους παροικούντες από τη συμμετοχή της, βασικά, στο φωνητικό σχήμα New York Voices (με το οποίο ηχογραφεί εδώ και δεκαετίες), η τραγουδίστρια Lauren Kinhan έχει καινούριο προσωπικό CD υπό τον τίτλο A SleepinBee[Dotted I, 2017], στο οποίο αποτίνει φόρο τιμής στη Nancy Wilson, που εφέτος κλείνει τα 80 χρόνια της. Η Lauren εστιάζει κυρίως στην καριέρα της Wilson στη δεκαετία του ’60, όταν η μεγάλη τραγουδίστρια της jazz συνεργαζόταν με το κουιντέτο του πιανίστα George Shearing (δες το άλμπουμ “The Swingin’s Mutual!” στην Capitol από το 1961), όπως και με το κουιντέτο του άλτο σαξοφωνίστα Cannonball Adderley (δες το LP “Nancy Wilson/ Cannonball Adderley” επίσης στην Capitol από την ίδια χρονιά).
Έτσι, από το δεύτερο άλμπουμ (η Kinhan) διαλέγει να πει τα “Save your love for me”, “Never will I marry”, “The old country”, “Happy talk” και “A sleepin’ bee”, ενώ από το πρώτο τα “Born to be blue” και “Let’s live again”, συμπληρώνοντας με το “Guess who I saw today” (που είχε πει η Wilson στο “The Nancy Wilson Show!” του 1965), το “(You don’t know) How glad I am” (από το “How Glad I am” του 1964) και το κλασικό “You don’t know what love is” (που είχε πει σε 45άρι η Wilson το ’63).
H ενορχήστρωση (πιάνο, μπάσο, ντραμς, τρομπέτα – η τρομπέτα της Ingrid Jensen) είναι φυσικά προσεγμένη, με την Kinhan να κινείται με παροιμιώδη άνεση σ’ αυτά τα κλασικά φωνητικά jazz μονοπάτια, δείχνοντας στόφα πολύ μεγάλης τραγουδίστριας σε κομμάτια όπως το “You dont know what love is”, που το λέει έξοχα (με τη mezzo φωνή της να ανεβαίνει και να κατεβαίνει, αλλάζοντας συνεχώς χρωματισμούς) ή το “Guess who I saw today”, που και αυτό –όπως και κάθε ένα, εδώ που τα λέμε, απ’ αυτά τα τραγούδια– διακρίνεται για την ίδιαν απέριττη και ουσιαστική προσέγγισή του, όχι μόνον από την ίδια την Kinhan, μα και απ’ όλη την ορχήστρα.
Επαφή: www.laurenkinhan.com

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Γιατί δεν υπάρχουν πλέον μεγάλα μουσικά κινήματα; Γιατί δε βγαίνουν πια πολύ μεγάλοι δίσκοι και διαχρονικά τραγούδια; Τι πήγε στραβά στη δισκογραφία, μετά την εξάπλωση του ιντερνέτ;

Πολύ δύσκολα τα ερωτήματα, και γι’ αυτό το λόγο το κείμενο είναι παντελώς ανοιχτό. Και για μένα, και για όποιον άλλον θελήσει να πει μια γνώμη. Να διαφωνήσει, να συμφωνήσει ή να προσθέσει κάτι ακόμη.
Πρόκειται, εξάλλου, για μια συζήτηση που γίνεται χρόνια τώρα στις παρέες των μουσικόφιλων –τουλάχιστον τον παλιότερων, που έζησαν και την προ-ιντερνέτ εποχή– και που δεν έχει, οριστικά, καταλήξει κάπου. Ακούγονται απόψεις – άλλες σοβαρές και γόνιμες και άλλες εξωπραγματικές ή αφοριστικές. Φυσικά, το θέμα είναι ευρύτερο, απασχολεί και έξω, για να μην πω κυρίως έξω (γράφονται βιβλία, άρθρα κ.λπ.), αλλά, εδώ, δεν θα συνοψίσω το τι διαβάζω, τι ακούω ως συμμετέχων σε κουβέντες, ούτε το τι φτάνει από μακριά στ’ αυτιά μου. Θα παραθέσω κάποιες δικές μου σκέψεις, που με απασχολούν καιρό τώρα (που μπορεί να είναι και άλλων) και τις οποίες θέτω, τώρα, προς… δημόσια διαβούλευση.
Κατ’ αρχάς πρέπει να συμφωνήσουμε σε κάτι βασικό. Πως η εμφάνιση και η εξάπλωση του ιντερνέτ άλλαξε τον τρόπο που ακούμε και σκεφτόμαστε γύρω από τη μουσική. Άρα, χοντρικά, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, κάτι αλλάζει.
Επίσης, πρέπει να συμφωνήσουμε στον τίτλο του κειμένου. Πως δεν υπάρχουν πια μουσικά κινήματα που ν’ αποτελούν παγκόσμια φαινόμενα (τύπου beat, soul, punk, disco, grunge κ.λπ.) και πως δεν βγαίνουν πια οι πολύ μεγάλοι δίσκοι και τα πολύ μεγάλα τραγούδια, που θα χαρακτηρίσουν βαθιά ένα κίνημα (που δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς), μιαν εποχή ή μια δεκαετία.
Φυσικά παγκόσμιες επιτυχίες παράγονται, βλέπε το “Despacito” φερ’ ειπείν που πλησιάζει τα 4 δισεκατομμύρια χτυπήματα στο YouTube, ή το “Gangnam style”, πριν λίγα χρόνια, που πλησιάζει κι αυτό τα 3 δισεκατομμύρια, αλλά τούτο δε σημαίνει κάτι. Δεν υπάρχει τίποτα πίσω απ’ αυτά τα τραγούδια. Κανένα κίνημα μουσικό, τίποτα που να κομίζει κάτι νέο, μια καινούρια πρόταση. Στην ποπ έστω.

Η συνέχεια εδώ…

τρία free / jazz / avant CD της ιταλικής Amirani Records

GIANNI LENOCI, FRANCESCO CUSA: Wet Cats [Amirani]
Ο 54χρονος Gianni Lenoci είναι από τους σημαντικούς, σημερινούς, ιταλούς πιανίστες-αυτοσχεδιαστές. Είναι δε, φρονώ, γνωστός και στην Ελλάδα, αφού έχει συνεργαστεί σε παραστάσεις και στη δισκογραφία με τον Σάκη Παπαδημητρίου και την Γεωργία Συλλαίου (άκου, ας πούμε, το “Nosferatu A Monopoli” από το 2005). Έχουμε γράψει κι άλλες φορές στο δισκορυχείον για δίσκους στους οποίους συμμετέχει ο Lenoci και τώρα έχουμε ακόμη έναν.
Αυτή τη φορά ο ιταλός μουσικός, που χειρίζεται πιάνο, προετοιμασμένο πιάνο και ξύλινο φλάουτο, συνεργάζεται με τον ντράμερ Francesco Cusa, σε μια σύνθεση για πιάνο-κρουστά (βασικά). Λέω «μια σύνθεση», επειδή υπάρχει ένα μόνο κομμάτι στο άλμπουμ, που διαρκεί σχεδόν 52 λεπτά.
Είναι ολοκληρωμένο αυτό που παρουσιάζουν οι Lenoci και Cusa. Έχει συνοχή, εκπλήξεις, αλλαγές, ειρμό και συνεχείς αυτοσχεδιαστικές περιδινήσεις, που κάνουν «εύκολη» την παρακολούθησή του. Φυσικά, κάτι τέτοιο οφείλεται κατά πρώτον στη φαντασία και το ταλέντο του Lenoci, που ξέρει, χρόνια τώρα, να «τραβάει» απ’ όλο το σώμα του πιάνου ξεχωριστά ηχοχρώματα, ενώ και ο Cusa, που συνοδεύει με διαφόρων ειδών μπαγκέτες, είναι πάντα «εκεί» έτοιμος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός τέτοιου ντούο. Έτσι, λοιπόν, σε μια σύνθεση που ξεπερνάει τα 50 λεπτά, την “Wet cats”, δεν είναι… παράλογο να συναντήσεις μέρη κάπως πιο συμβατικά (με τη μελωδική γραφή να ακολουθεί minimal κατευθύνσεις), περάσματα που να έχουν εντός τους τη δύναμη του rock (περί το 25ο-26ο λεπτό) και βεβαίως φάσεις ήπιες, χαμηλών τόνων, με πιο σαφή ρομαντική διάσταση. 
Όλα αυτά εν σειρά σ’ ένα άλμπουμ ελεύθερο και μελετημένο στον ίδιο βαθμό.
LUCA SEGALA LIBERTRIO: La Rete di Indra [Amirani]
Πολύ ωραίο κλασικό τζαζ σχήμα, οι Libertrio του τενόρο σαξοφωνίστα Luca Segala μας συστήνονται εδώ μ’ ένα CD, που πετάει φωτιές. Εννοώ πως το σχήμα (Gianluca Alberti κοντραμπάσο, Tony Boselli ντραμς οι υπόλοιποι δύο) είναι πολύ δυνατό παίζοντας σε φουλ φάση και πάντα επάνω στην αμερικάνικη blues, bop και post-bop παράδοση. Έτσι, είτε στις μπαλάντες (μέσω των οποίων καταγράφονται οι πιο ισχυρές και κολλητικές μελωδίες – άκου π.χ. το “A prayer”), είτε στα πιο γρήγορα θέματα οι Ιταλοί αποδεικνύονται πολύ διαβασμένοι… σ’ αυτό το κλασικό για τους Αμερικανούς τζαζ ύφος, το οποίο οι Ευρωπαίοι το έχουν πια, στην καθαρότητά του, μάλλον λησμονημένο. Εννοώ πως εδώ έχουμε καθαρή... αμερικάνικη τζαζ, παιγμένη με πολύ εκφραστικό τρόπο, χωρίς ευρωπαϊκές «έντεχνες», αβάντ, ρομαντικές ή… μεσογειακές προσμείξεις. Και είναι αυτό, εν τέλει, που κάνει το “La Rete di Indra” ενδιαφέρον. Η καθαρότητα και η σαφήνεια του ή και το χιούμορ του (“Tonys hungry”).
SZILÁRD MEZEI, NICOLA GUAZZALOCA: Lucca and Bologna Concerts [Amirani]
Να ’μαστε λοιπόν και στα δικά μας. Σ’ ένα άλμπουμ, εννοώ, που ταιριάζει απολύτως με το προφίλ, που έχει οικοδομήσει αυτά τα τελευταία χρόνια η ιταλική εταιρεία – ένα προφίλ που υπηρετεί επακριβώς το “Lucca and Bologna Concerts” (τα κονσέρτα στις πόλεις Λούκκα και Μπολόνια δηλαδή) των Szilárd Mezei βιόλα και Nicola Guazzaloca πιάνο, αντικείμενα. Πρόκειται λοιπόν για τις ζωντανές ηχογραφήσεις των δύο αυτοσχεδιαστών σ’ αυτές τις πόλεις, που προαναφέραμε, εγγραφές που συνέβησαν τον Αύγουστο του ’15 και τον Απρίλιο του ’16.
Το υλικό που ακούγεται εδώ είναι τελείως αυτοσχεδιαστικό, ασχέτως αν ο καθείς μπορεί να διακρίνει μέσα από το… ωραίο χάος κάποιες καλυμμένες ή λιγότερο καλυμμένες αναφορές. Βασικά, αυτό που «ξεσκεπάζει», εδώ, τους δύο μουσικούς είναι το κομμάτι “Third improvisation in Lucca”, στο οποίο διασκευάζεται ένα ουγγρικό λαϊκό τραγούδι (δεν χρειάζεται να ξέρεις και πολλά, για να καταλάβεις πως πρόκειται για κάτι τέτοιο). (Η Ουγγαρία είναι η πατρίδα του Mezei, ασχέτως αν ο ίδιος είναι γεννημένος στη Σερβία). Αυτό το κομμάτι χαρακτηρίζει το πρώτο live, που αποτελείται από τέσσερα tracks που κινούνται στα κλασικά πεδία της free / avant / jazz.
Παρότι το δεύτερο live (κι αυτό των τεσσάρων tracks) δεν απέχει χρονικά και τόσο πολύ από το πρώτο ακούγεται κάπως «αλλιώς». Είναι πιο εικονοκλαστικό, πιο δυναμικό και εν τέλει πιο «άγριο», με εξάπτουσα φαντασία και εντυπωσιακά παιξίματα.

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

LOSEN RECORDS μια νορβηγική εταιρεία με πολύ και καλό υλικό – και όχι μόνο τζαζ

Γράφουμε συχνά για άλμπουμ της Losen στο δισκορυχείον. Οι Νορβηγοί χτίζουν σιγά-σιγά έναν πολύ ενδιαφέροντα κατάλογο εντός του οποίου ο καθένας από ’μας μπορεί, πάντα, να ανακαλύψει ουκ ολίγες «εκπλήξεις».
MARILENA PARADISI, KIRK LIGHTSEY: Some Place Called Where [LOS 187-2, 2017]
Διαβάζοντας το όνομα “Marilena Paradisi” μού δημιουργήθηκε η εντύπωση πως είχαμε να κάνουμε με Ελληνίδα (του εξωτερικού). Το έψαξα λίγο στο δίκτυο, αλλά δεν βρήκα κάτι σχετικό. Η κυρία Paradisi είναι Ιταλίδα, γεννημένη στο Μιλάνο, κάνει από τα nineties καριέρα στην jazz, ως τραγουδίστρια, έχοντας τώρα να μας προτείνει ένα άλμπουμ, για πιάνο-φωνή, που ολοκλήρωσε με το θρύλο πιανίστα Kirk Lightsey. Εντάξει, μπορεί να μην είναι πολύ γνωστός ο Lightsey, έχει όμως μια φοβερή ιστορία πίσω του (και προσωπική και μέσα από συνεργασίες), που χάνεται στα sixties. Στην μπάντα του Chet Baker στα μέσα του ’60, ο Lightsey έχει ένα jazz-funk LP από το 1974 (τυπωμένο στη Νότια Αφρική!), που είναι το πρώτο προσωπικό του, και που αξίζει πολλά λεφτά (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς). Έχει και άλλα πολλά βεβαίως στην πορεία…
Εδώ, στο “Some Place Called Where”, Paradisi και Lightsey συνεργάζονται σε μια σειρά κομμάτια, διασκευές βασικά, φανερώνοντας την άνεσή τους στην ερμηνεία του κλασικού και λιγότερο κλασικού αμερικανικού ρεπερτορίου. Τραγούδια, με άλλα λόγια, των Leonard Bernstein, Dori Caymmi, Ron Carter, Wayne Shorter κ.λπ., συν ένα πρωτότυπο (το τελευταίο), στο οποίο ο Lightsey ακούγεται και στο φλάουτο – με την Paradisi να κυριαρχεί, ως φωνή, και με το πιάνο να δημιουργεί όλα εκείνα τα ρυθμικά και μελωδικά περιβάλλονται πάνω στα οποία «κάθονται» τα λόγια. Η φωνή τής Paradisi είναι mezzo, που σημαίνει πως έχει και υψηλές και χαμηλές καλές περιοχές, άρα και το πλεονέκτημα να διαχειρίζεται τη φωνητική της γκάμα με τον δικό της τρόπο, αξιοποιώντας στο έπακρο τις ποικίλες τεχνικές της. Άλλοτε σε χαμηλούς τόνους, άλλοτε με πιο θεατρική εκφορά, άλλοτε με αυτοσχεδιαστικές παρεκκλίσεις κ.λπ., η Paradisi είναι πάντα εκεί για να πει με τον τρόπο της μερικά κλασικά τραγούδια, όπως το “Autumn nocturne” (1941) ή το “Like a lover”. Και τα λέει πολύ καλά.
LRK TRIO: If you Have a Dream [LOS 186-2, 2017]
Οι LRK Trio είναι Ρώσοι, από τη Μόσχα, και αποτελούνται από τους Evgeny Lebedev πιάνο, πλήκτρα, ακορντεόν, Anton Revnyuk κοντραμπάσο, ηλεκτρικό μπάσο και Ignat Kravtsov ντραμς, πλήκτρα – με τα αρχικά των επωνύμων τους (L, R, K) να δίνουν την ονομασία στο σχήμα τους. Στην ηχογράφηση τού “If you Have a  Dream” δεν είναι πάντως οι τρεις τους. Συμμετέχουν ακόμη ένας αρμονικίστας, δύο πνευστοί κι ένα κουαρτέτο εγχόρδων (δύο βιολιά, βιόλα, τσέλο). Όχι σε όλα τα κομμάτια εννοείται… σε κάποια. 
Δεν ξέρω αν οι e.s.t. αποτελούν μιαν αναφορά για τους Ρώσους, όμως το άλμπουμ τους πάλλεται από ’κείνα τα έντονα, τα δυναμικά ηχοχρώματα του τζαζ-ρομαντισμού, με τα οποία μας είχαν συνηθίσει οι Σουηδοί από τα nineties. Βεβαίως οι Ρώσοι, που διαθέτουν επίσης ισχυρό μελωδικό οπλοστάσιο, είναι πιο ηπίων τόνων και με μικρότερη πειραματική διάθεση από τους e.s.t. – και άρα ίσως να είναι πιο κοντά στο Marcin Wasilewski Trio κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση το LRK Trio έχει πράγματα να πει, με το If you Have a  Dream” να διαθέτει εξαιρετικές, πρωτότυπες στιγμές, καθώς και μια διασκευή (τη μόνη) στο “Zingaro” του A.C. Jobim (εδώ με έγχορδα και φυσαρμόνικα).
LUCA AQUINO: Aqustico Vol 2 [LOS 182-2, 2017]
Εντάξει, το “Aqustico Vol 2” είναι από ’κείνα τα άλμπουμ, που επιχειρούν εξ αρχής να πρωτοτυπήσουν – και κάποια, πολλά ή λίγα, έχουν τον τρόπο και το καταφέρνουν. Άλμπουμ για δύο είναι το παρόν. Για τον τρομπετίστα-φλουγκελχορνίστα Luca Aquino και για τον ακορντεονίστα Carmine Ioanna. Οι δυο τους, που χειρίζονται και εφφέ, και που βοηθιούνται και από έναν περκασιονίστα σε δύο tracks, περιπλανιούνται σε δικό τους βασικά υλικό (εφτά θέματα δικά τους, δύο διασκευές), συγκεράζοντας ποικίλες αναφορές – αλλά βασικά από την jazz και τις «μουσικές του κόσμου». Όχι δεν είναι ethnic το “Aqustico Vol 2”, και, γενικώς, είναι δύσκολο να το χαρακτηρίσεις με μια λέξη. Οπωσδήποτε η jazz και η λελογισμένη αυτοσχεδιαστική προσέγγιση είναι προφανείς, αλλά άλλο τόσο προφανής είναι και η διάθεσή τους να προσεγγίσουν τις διάφορες παραδόσεις (ακόμη και τις βαλκανικές) με μια πρωτοτυπία. Το καταφέρνουν, επειδή είναι λιτοί, οι Ιταλοί, κι έχουν ιδέες.
AINA FRIDÉN: Up High [LOS 176-2, 2017]
Η τραγουδίστρια Aina Fridén είναι περίπτωση. Αν και έχει μια 20ετία τουλάχιστον στη σκηνή, όντας γνωστή σε τοπικό (νορβηγικό) επίπεδο, συνήθως σε συνεργασία με τον κιθαρίστα Frode Kjekstad, μόλις τώρα κυκλοφορεί το πρώτο προσωπικό CD της. Ο Kjekstad είναι φυσικά πάντα δίπλα της, δίπλα της όμως είναι και άλλοι καλοί μουσικοί (Ulf Johansson Were πιάνο, Roger Williamsen μπάσο, Hermund Nygård ντραμς), που όλοι μαζί δημιουργούν ένα θαυμάσιο άλμπουμ τραγουδιστικής τζαζ – ασυζητητί απ’ αυτά που εσχάτως ξεχωρίζουν. Γιατί το λέω αυτό; Λόγω της φωνής της Fridén… κι εδώ θα πω μία μεγαλύτερη ακόμη κουβέντα. Η Fridén φέρνει στο νου μου τον τρόπο της μεγάλης Karin Krog, όχι μόνο επειδή διαθέτει «κάτι» από το ηχόχρωμά της, όσο γιατί έχει τις τεχνικές τής Krog και κυρίως την ικανότητα να «κρατάει» τις λέξεις στο στόμα της, πλουτίζοντας ή γενικότερα αλλάζοντας το τελικό «σκάσιμό» τους. Τούτο δεν το ακούς συχνά από τις τζαζ τραγουδίστριες, που νομίζουν ότι το να τραγουδάς τζαζ είναι κάτι σαν να τραγουδάς pop, rock ή ό,τι άλλο σχετικό.
Εδώ, θέλω να πω, έχουμε μια τζαζ-τζαζ φωνή, με μεγάλες δυνατότητες σε κάθε επίπεδο (δεν λείπει ακόμη και η θεατρικότητα από την Fridén), που αξίζει και με το παραπάνω να προσεχτεί.
(Το ρεπερτόριο της Fridén, όπως μας αποκαλύπτεται εδώ, αποτελείται από jazz standards, συν κάποια originals, συνθέσεις της Fridén και του Kjekstad).
THE TRONOSONIC EXPERIENCE: S/T [LOS 174-2, 2017]
Για το τέλος μια ακόμη νορβηγική έκπληξη από τον πάντα ενδιαφέροντα κατάλογο της Losen. Πρόκειται για το παρθενικό άλμπουμ των Tronosonic Experience, μιας τετράδας (Ole Jørgan Bardal σαξόφωνα, Øyvind Nypan κιθάρες, Per Harald Ottesen μπάσο, Iver Loe Bjørnstad ντραμς, κρουστά) που κινείται στο μεταίχμιο της jazz με το rock – αν και τις περισσότερες φορές το rock είναι εκείνο που υπερισχύει.
Να τους πεις progressive τους Νορβηγούς, σύγχρονο progressive, χωρίς ανεξόφλητα γραμμάτια, δεν θα ήταν και άσχημο, καθότι, και όπως διάβασα, οι ίδιοι ομνύουν σε Black Sabbath, King Crimson, Terje Rypdal, μα και σε John Coltrane, Cecil Taylor κ.λπ. (Ρίχνουμε και λίγο Canterbury sound ανάμεσα – δε χάλασε ο κόσμος). Με ολοδικές τους συνθέσεις, που εναλλάσσονται από… πιο-jazz, σε… πιο-rock, με αξιοπρόσεκτα riffs και πενιές καθαρές και «βρώμικες» (τα wah-wah πάνε σύννεφο), με rhythm section ακμαίο και δυναμικό, και με τα σαξόφωνα να τονίζουν τις σκληρές μελωδικές αρετές τους, οι Tronosonic Experience είναι ένα συγκρότημα, που μπορεί να ψαρέψει ακροατήρια από πολλές και διαφορετικές περιοχές. Ψάξτε τους…
Επαφή: www.losenrecords.no