Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

JAZZ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ

Στα τέλη των fifties, στην Αμερική, το concept «jazz και ποίηση» ήταν ήδη συμβατό με τις νέες εκφραστικές αναζητήσεις στο συνδυαστικό πλαίσιο μουσική-γλώσσα. Οι πειραματισμοί αφορούσαν τόσο στους jazzmen που έβλεπαν (όσοι έβλεπαν), από την αρχή, στην ποίηση beat έναν εν δυνάμει σύμμαχο στο επίπεδο του λόγου, αλλά και στους ποιητές που αντιμετώπιζαν τη «μαύρη» jazz με το... δέος που φανερώνουν συχνά οι «καλλιεργημένοι» έναντι της υψηλής λαϊκής τέχνης. Η δισκογραφία, αρωγός με το δικό της τρόπο (και) κάθε underground απόπειρας, ερχόταν εκ των υστέρων – ως συνήθως – να αποτυπώσει το κλίμα εκείνων των βραδυών στα μικρά cafe, σε κάποια ραδιοφωνικά στούντιο ή και στο δρόμο (για να μην πούμε κυρίως εκεί), προσφέροντας άλμπουμ «jazz και ποίησης». Ένα τέτοιο ήταν το “Kenneth Patchen reads his poetry with the Chamber Jazz Sextet” στην Cadence (rec.27 & 31/12/1957) κι ένα άλλο το “Kenneth Rexroth & Lawrence Ferlinghetti: Poetry Readings in the Cellar (with the Cellar Jazz Quintet)” στην Fantasy (rec.1957). Απ’ αυτά τα δύο άλμπουμ η βρετανική el/ Cherry red δανείζεται ολόκληρο το πρώτο και τη δεύτερη πλευρά του δεύτερου προκειμένου να παρουσιάσει ένα CD υπό τον τίτλο “Kenneth Patchen, Lawrence Ferlinghetti – Rebel Poets of America” (2008). Μερικές παρατηρήσεις. Στην περίπτωση του Patchen (1911-1972), ενός ποιητή που, όχι μόνο λόγω... ηλικίας, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί beat (φαίνεται όμως να επηρέασε την beat poetry) έχουμε έναν πολύ ενδιαφέροντα συνδυασμό «jazz και ποίησης» κάτι που οφείλεται στην άποψη, μάλλον, του Patchen για κάτι... ωσμωτικό, που θ’ ανακάτευε τις δύο τέχνες. Βοηθά, απολύτως, η βαριά αγέρωχη φωνή του, την οποία χρησιμοποιεί σαν ένα ακόμη όργανο της ορχήστρας, αλλά και η μουσική στάση τού συνθέτη-πιανίστα Allyn Ferguson, με τα κοψίματα των ρυθμών, τις κοντές μελωδικές φράσεις, αλλά και τις noir-cinematic ατμόσφαιρες, όλα προς την κατεύθυνση ανάδειξης του λόγου, δίχως να υποτιμάται η μουσική συνοδεία. Αντιθέτως, στην περίπτωση του Ferlinghetti (γενν. το 1919) η κατάσταση είναι περισσότερο χύμα και γι’ αυτό, ίσως, περισσότερο... επαναστατική. Κάτι το live στο Cellar club του San Francisco, κάτι η ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του τενορίστα Bruce Lippincott, η οποία στην «Αυτοβιογραφία» παίζει μόνον όταν σωπαίνει ο ποιητής, κάτι ο ίδιος ο Ferlinghetti με τον εντελώς εξωστρεφή τρόπο που απαγγέλει, όλα συνηγορούν προς την άποψη πως, εδώ, η βραδυά διοργανώθηκε για θαμώνες που... δεν είχαν και τόσο καλή σχέση με το βιβλίο και οι οποίοι σ’ ένα cafe – με ποτό, τσιγάρο, παρέα και κάποια μουσική συνοδεία – θα μπορούσε να δεχθούν με μεγαλύτερη άνεση τον ποιητικό λόγο. «Απόψεις», με μεγάλο θεωρητικό και πρακτικό περιεχόμενο... ώστε να έχουμε να λέμε 50 χρόνια αργότερα... Το concept λοιπόν βρισκόταν σε κάποιαν έξαρση· εννοούμε σε κύκλους, έστω και στενά φιλολογικούς, οι οποίοι έβλεπαν στην jazz έναν ιδανικό σύμμαχο στην προσπάθειά τους να καταστήσουν τις απαγγελίες ποιημάτων (στα cafe και τα εντευκτήρια) λίγο πιο ελκυστικές. Δεν επρόκειτο πάντα, με άλλα λόγια, για ’κείνο το «αυτόνομο» είδος jazz και (beat) ποίησης που γνωρίζουμε από τη δισκογραφία του Jack Kerouac ή του Lawrence Ferlinghetti (όπως προείπαμε), αλλά, συχνά, για μια προσπάθεια να μεταφερθεί ένα κλίμα ποιητικότητας μέσω μιας «ήσυχης» jazz – αυτήν του “Jazz Canto” [Righteous, 2009] εν προκειμένω, που αποτελεί επανέκδοση ενός άλμπουμ υπό τον τίτλο “Poetry & Jazz”, που έδωσε κατά πρώτον η World Pacific στα τέλη του ’50 – και, βεβαίως, μιας ολίγον θεατράλε απαγγελίας στίχων από τον John Carradine ή τον Hoagy Carmicheal. Στίχων του Walt Whitman ή του William Carlos Williams σε πρώτη φάση, μα και των Philip Whalen, Langston Hughes, Dylan Thomas και Lawrence Lipton, τους οποίους (στίχους) συνοδεύουν τα Jazz Canto Ensemble, Ralph Penna Quintet, Chico Hamilton Quintet και Bob Dorough Quintet, παρουσιάζοντας διαφορετικές όψεις του ιδίου νομίσματος. Ποιες οι πολυτιμότερες; Εκείνη του βοκαλίστα, τραγουδιστή και πιανίστα Bob Dorough στο “Dog” του Ferlinghetti – κατ’ αρχάς για το πρόωρο ραπάρισμα και βεβαίως, για τον τρόπο που συνδέεται με την street ατμόσφαιρα του λόγου (ένα σκυλί που τρέχει ελεύθερο και το... πώς βλέπει τον κόσμο). Έπειτα, η cool προσέγγιση του Chico Hamilton στο “Night song for the sleepless” του Lipton, η οποία αντιβαίνει πάντως στην παλαιο-χολυγουντιανή απαγγελία του Carradine και, τέλος, οι bluesy μελοποιήσεις (και όχι απαγγελίες) τριών ποιημάτων του Langston Hughes από τον Bob Dorough. Πολύ σπουδαίος ο τύπος. (Από τους λίγους που τον τίμησαν ήταν ο Miles Davis, αφού η φωνή του ακούγεται στο “Sorcerer”).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου