Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

ο ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ και τα «μέτρα σύγκρισης»

Έχω γράψει κι άλλες φορές για τον Μετρονόμο, ένα καλό (ή και πολύ καλό), τρίμηνο, μουσικό περιοδικό, που έπιασε κι αυτό τα 50 τεύχη. Πάντα ήμουν αναγνώστης του Μετρονόμου (από τα 50 τεύχη του πρέπει να έχω αγοράσει καμμιά τριανταριά), γιατί πάντα ενδιαφερόμουν (και ενδιαφέρομαι) για την παρουσίαση και την έρευνα που σχετίζεται με την «έντεχνη» και την «λαϊκή» ελληνική μουσική. Το τελευταίο τεύχος του Μετρονόμου έχει 88 καλοτυπωμένες ασπρόμαυρες σελίδες, κοστίζει 4 ευρώ, κι είναι αφιερωμένο στον Κάρολο Κουν και τις μουσικές που επένδυσαν τα έργα τού Θεάτρου Τέχνης.
Το περιοδικό συνηθίζει να παρουσιάζει… εκτός εποχής εξώφυλλα και αυτό είναι κάτι που μου αρέσει. Εντάξει ο Φοίβος Δεληβοριάς ή η Νατάσσα Μποφίλιου, πρέπει όμως και για τον κόσμο –όποιος κόσμος εν πάση περιπτώσει έχει απομείνει και αγοράζει ακόμη περιοδικά (ας μείνουμε σ’ αυτά)– να λαμβάνεται φροντίδα ώστε να μην ξεχνά. Οφείλουμε, εν ολίγοις, να διατηρούμε εν ισχύι τα «μέτρα σύγκρισης». Αλλιώς, μετατρέπονται όλοι «σε ένα». Γίνονται όλοι «ίδιοι». Δεν μπορεί, δηλαδή, να είναι όλοι – νέοι-γέροι, ζώντες-τεθνεώτες ή ό,τι άλλο– ταυτοχρόνως «τρανοί» και «σπουδαίοι».
Στην καταξίωση ενός καλλιτέχνη μετράει κάτι που συνήθως υποτιμάται. Η διάρκεια της παραγωγής, η ποσότητα του έργου. Ο συνδυασμός ποιότητας και ποσότητας είναι ό,τι κάνει τη διαφορά. Είναι σημαντικό, πράγματι, να έχει καταφέρει κάποιος να γράψει ένα (έστω ένα) πολύ καλό τραγούδι ή να ’χει γυρίσει μία (έστω μία) πολύ καλή ταινία, αλλά πόσο σημαντικό είναι να έχει γράψει κάποιος δεκάδες άξια τραγούδια μέσα σε 20 ή και 30 χρόνια συνεχούς δράσης; Βλέποντας, λοιπόν, στα εξώφυλλα του Μετρονόμου άλλοτε τον Νίκο Γκάτσο, άλλοτε τον Δημήτρη Χριστοδούλου, άλλοτε τον Μάνο Λοΐζο και άλλοτε τον Κάρολο Κουν… πώς να το πω… έρχομαι στα ίσια μου. Βεβαίως και πρέπει να δίνεται τόπος στα νειάτα, σε όσα νειάτα τέλος πάντων είναι διακριβωμένο πως «κάτι τρέχει», αλλά δεν πρέπει επ’ ουδενί να λησμονούμε τα αληθινά «μεγέθη».

Προσφάτως βρέθηκα με μια παρέα τριαντάρηδων σε μια καφετέρια και πρόσεξα σ’ ένα τραπέζι, παραπέρα, να κάθεται ο Τάκης Λουκανίδης – αυτός ο μέγας ποδοσφαιριστής (κυρίως των sixties). Πράσινος ποτέ δεν υπήρξα, τον Λουκανίδη μπορεί να μην τον πρόλαβα να παίζει μπάλα, έμαθα όμως από παλαιότερους –όταν ήμουν πιτσιρίκος και μου άρεσε περισσότερο το ποδόσφαιρο–, τα κατορθώματά του. Σας πληροφορώ, λοιπόν, πως κανένας από την παρέα δεν τον αναγνώρισε. Και μιλάω για ανθρώπους όχι ασχέτους με το τόπι. Παραξενεύτηκα και… στενοχωρήθηκα ταυτοχρόνως. Όταν πέρασε λοιπόν κάποια στιγμή από μπροστά μου, αυτή η μεγάλη μορφή του ελληνικού ποδοσφαίρου, σηκώθηκα από την καρέκλα μου και του είπα γεμάτος… πώς να το πω… συγκίνηση: «τα σέβη μου κύριε Τάκη». Την ίδιαν ακριβώς στιγμή άκουγα από ένα διπλανό τραπέζι έναν 70άρη, από μια παρέα γερόντων, να μου απευθύνεται… «Είσαι μικρός εσύ… που να τον έβλεπες να παίζει…». Και καθώς έγνεψα με συγκατάβαση… είπα να βολευτώ με τον Σιόβα και τον Σάμαρη…

Για να επανέλθω όμως στα του Μετρονόμου. Στο παρόν τεύχος δεν υπάρχουν κείμενα μόνο για τον Κάρολο Κουν, αλλά και για τον Νίκο Μαμαγκάκη, τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο, τον Πάνο Σαββόπουλο, τον Αθανάσιο Μανέτα (έναν πρωτοπόρο μπουζουξή των δεκαετιών του ’20 και του ’30), τον Τώνη Άγα κ.ά. Έχω κι εγώ ένα κείμενο εντός. Γνωστό από το Δισκορυχείον αλλά όχι ίδιο ακριβώς, αφού το έχω επανεπεξεργαστεί συμπληρώνοντάς το με άλλα στοιχεία, από άλλες αναρτήσεις. Αναφέρομαι στον Νέγρικο Ηλεκτρισμό του Μάνου Λοΐζου. Μια χαρά είναι το on line δε λέω, αλλά θα είναι πάντα «άλλο πράγμα» να βλέπεις τη δουλειά σου στο χαρτί…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου